30 Ιαν 2008

"Ως πότε θα περιμένω..."


Ξύπνησε απότομα και πετάχτηκε. Κοίταξε το ρολόι: "επτά και εικοσιπέντε", σκέφτηκε. Ξεχύθηκε ξυπόλητος στο μπάνιο. Έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπο του να ξυπνήσει. Πήρε την πετσέτα και το σκούπισε απαλά. Βημάτισε γρήγορα προς το μπαλκόνι. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα για να δεί τη θέα της Αθήνας από ψηλά. Είχε καιρό να το κάνει αυτό. Του άρεσε, είχε αρχίσει να σουρουπώνει και τα φώτα της πόλης είχαν αρχίσει να ανάβουνε σιγά-σιγά. Θυμήθηκε όμως ότι η ώρα είχε περάσει. Περίμενε κάτι "σημαντικό" απόψε. Μήνες το περίμενε. Περίμενε "εκείνη". Είχε καιρό να τη δεί. Την προηγούμενη μέρα την είχε συναντήσει τυχαία σε ένα σπίτι ενός κοινού τους φίλου. Της ζήτησε να έρθει από το σπίτι του να τα πούνε από κοντά για να μιλήσουνε για τα οικονομικά της εταιρείας του. Εκείνη ήταν λογίστρια κι εκείνος το βρήκε σαν πρόφαση. Έστω κι έτσι θα συναντιόντουσαν πάλι. Άλλωστε τα μάτια της έδειξαν ικανοποίηση στην πρόταση του. Θαυμάσια! Τώρα θα της μίλαγε διαφορετικά και δεν μπορεί, θα την κέρδιζε. Δεν την είχε ξεχάσει ούτε μέρα. Και ποτέ του δεν είχε παραδεχθεί την "ήττα". Κάνοντας αυτές τις σκέψεις ήδη είχε ντυθεί. Είχε βάλει το καινούριο του τζην παντελόνι, μπλε κάλτσες, τα καινούρια του μοκασίνια σε χρώμα ταμπά, και το αγαπημένο του πουκάμισο, λευκό βεβαίως. Έμενε μόνο να περάσει στη μέση του μια ζώνη σε απόχρωση πολύ κοντά στο χρώμα των παπουτσιών του. Όταν το έκανε κι αυτό, πήγε στον καθρέφτη, κοιτάχτηκε και έστρωσε τα μαλλιά του. "Καλός είμαι", σκέφθηκε. Και στράφηκε προς το μέρος που βρισκόταν το μπαρ. Πήρε με το ένα του χέρι ένα κοντό και χοντρό ποτήρι και με το άλλο έβαλε ουίσκι. Στην κατάψυξη είχε παγάκια. Πήγε εκεί άνοιξε και πήρε τρεις κύβους ρίχνοντας τους στο ποτήρι. Ήπιε δυο γουλιές, πλησίασε το στέρεο και άνοιξε το αγαπημένο του ραδιόφωνο. Έπιασε ένα σταθμό που έπαιζε ένα θαυμάσιο τραγούδι. Του φάνηκε λυπητερό για τη στιγμή, όμως το άφησε και βγήκε στο μπαλκόνι. Ένας ψυχρός αέρας του χάιδεψε το πρόσωπο. Ο Οκτώβρης είχε μπει για τα καλά. "Αλήθεια", σκέφθηκε "η ώρα πέρασε, πού είναι;" Πάνω στην ώρα το κουδούνισμα του τηλεφώνου διέκοψε τη σκέψη του. Έτρεξε και το σήκωσε. Ήταν "εκείνη". "Γεια, μήπως ενοχλώ;". Απόρησε. Ξεροκατάπιε και μπόρεσε να ψελίσει: "Εσύ;...όχι βέβαια". "Ξέρεις...δεν θα μπορέσω να έρθω απόψε...μου έτυχε κάτι...συγνώμη...κάποια άλλη φορά...στο υπόσχομαι" αποκρίθηκε δειλά εκείνη. "Δεν τρέχει τίποτα, κάνε δουλειά σου" κατάφερε εκείνος να απαντήσει. "Καληνύχτα, εύχομαι να μπορέσεις να περάσεις καλά απόψε", ανταπάντησε εκείνη με πιο θάρρος αυτή τη φορά. "Καληνύχτα" πρόσθεσε κοφτά εκείνος και έκλεισε το τηλέφωνο.
Του 'ρθε να ουρλιάξει μα κρατήθηκε. Έγειρε στον καναπέ που ήταν δίπλα του και σκέφθηκε φωναχτά: "Γιατί θεέ; Αν υπάρχεις. Ως πότε θα περιμένω να γυρίσει; Ως πότε;
Το τραγούδι συνέχισε να παίζει: "...Ι cheated my self, like I knew I would I told ya I was troubled yeah ya know that I'm no good..."

Ήταν μια ιστορία βγαλμένη από την ίδια τη ζωή.

http://www.youtube.com/watch?v=-s76SUag97Y

Δεν υπάρχουν σχόλια: