30 Ιαν 2010

ΜΑΧΑΤΜΑ ΓΚΑΝΤΙ (2/10/1869-30/1/1948): Η μεγαλύτερη πολιτική και σοφή μορφή του 20ου αιώνα


Δεν υπάρχει κατά τη γνώμη μου πιο εμβληματική προσωπικότητα από τον Ινδό πολιτικό, στοχαστή και επαναστάτη ο οποίος υπήρξε μια μοναδική περίπτωση στο τρόπο που θυσιάστηκε για τον λαό του κάνοντας αντίσταση στον Άγγλο κατακτητή. Μια αντίσταση που στον βαθμό που επιτεύχθηκε, δεν είχε προηγούμενο αλλά ούτε και έκτοτε συνέχεια. Με αφορμή τη σημερινή επέτειο θανάτου του Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ιδού μερικές από τις σοφές κουβέντες που έχει κατά καιρούς πεί:
Αναμφιβόλως θα ήμουν χριστιανός, αν οι χριστιανοί ήταν χριστιανοί εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο.
Αυτό που κάνουμε στα δάση του κόσμου δεν είναι παρά μια αντανάκλαση καθρέφτη αυτού που κάνουμε στους εαυτούς μας και ο ένας στον άλλο.
Η γη παράγει αρκετά για να ικανοποιήσει τις ανάγκες κάθε ανθρώπου, όχι όμως την απληστία του.
Earth provides enough to satisfy every man’s need, but not any man’s greed.
Ο καθένας έχει δίκιο με τον τρόπο του, αλλά δεν είναι απίθανο όλοι να έχουν άδικο.
Όσα λιγότερα έχεις, τόσο λιγότερα θέλεις.
Πρέπει να είσαι η αλλαγή που εύχεσαι να δεις στον κόσμο.
Πρέπει να σεβόμαστε τις άλλες θρησκείες εξίσου όπως σεβόμαστε τη δική μας. Η μερική/εν μέρει ανεκτικότητα επομένως δεν είναι αρκετή.
Πρώτα σε αγνοούν, μετά σε κοροϊδεύουν, μετά σε πολεμούν και μετά νικάς.
First they ignore you, then they laugh at you, then they fight you, then you win.
Τη στιγμή που ο σκλάβος αποφασίζει να μην είναι πια σκλάβος, οι αλυσίδες του σπάνε.
Το αισθάνομαι πως η πνευματική πρόοδος όντως απαιτεί, σε κάποιο στάδιο, πως πρέπει να σταματήσουμε να σκοτώνουμε τα συντροφικά μας πλάσματα για την ικανοποίηση των σωματικών μας γούστων.
Αν η μόρφωση δεν συνοδεύεται και από συμπόνια οχι απλά είναι άχρηστη, αλλά γίνεται και καταστροφική.

24 Ιαν 2010

ΜΟΝΤΙΛΙΑΝΙ, ένας καταραμένος και αυτοκαταστροφικός ζωγράφος!...


Aυτοπροσωπογραφία

Τσελλίστας


Τοπίο



Γυμνό




Σαν σήμερα πέθανε ο Αμεντέο Κλεμέντε Μοντιλιάνι, στα ιταλικά Amedeo Clemente Modigliani, (12 Ιουλίου 1884– 24 Ιανουαρίου 1920), Ιταλός ζωγράφος και γλύπτης.
Γεννήθηκε στην πόλη Λιβόρνο της Τοσκάνης στην Ιταλία και ξεκίνησε τις σπουδές του στις καλές τέχνες στην Ιταλία πριν μετακομίσει στο Παρίσι το 1906 όπου άρχισε να δημιουργεί το προσωπικό καλλιτεχνικό ύφος του. Φιλάσθενος στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, πέθανε σε ηλικία 35 ετών. Το ψευδώνυμο του ήταν Μόντι (Modi).
Η ζωή και το έργο του
Όσον αφορά την οικογένεια του, γνωρίζουμε ότι γεννήθηκε από αστούς γονείς Σεφαρδίτες Ιουδαίους. Ήταν το τέταρτο και τελευταίο παιδί της Εουτζένια και του Φλαμίνιο Μοντιλιάνι. Η γέννησή του συνέπεσε με τη χρεοκοπία της οικογενειακής επιχείρησης ξυλείας και κάρβουνου, που είχε ως αποτέλεσμα τον οικονομικό ξεπεσμό της οικογένειας. Η μητέρα του, κόρη αριστοκρατών από τη Μασσαλία, άρχισε τότε να εργάζεται ως μεταφράστρια, κριτικός λογοτεχνίας και δασκάλα σε ιδιαίτερα μαθήματα.
Η υγεία του Μοντιλιάνι ήταν εύθραυστη από τα παιδικά του χρόνια λόγω του ότι είχε αρρωστήσει από φυματίωση. Από νωρίς όμως γνώρισε τον κόσμο της τέχνης και αποφάσισε να γίνει ζωγράφος. Σε ηλικία 14 ετών άρχισε να παίρνει μαθήματα ζωγραφικής. Το 1901 γράφτηκε στην Ελευθέρα Σχολή Μελέτης Γυμνού (Scuola libera di Nudo) της Φλωρεντίας. Ένα χρόνο αργότερα, σε ηλικία 18 ετών, συνέχισε τα μαθήματα ζωγραφικής στην Σχολή Καλών Τεχνών της Βενετίας, όπου εμβάθυνε στην ιστορία της τέχνης. Εκεί φαίνεται ότι άρχισε η σχέση του με τα ναρκωτικά (χασίς), των οποίων έκανε χρήση μέχρι τον θάνατο του. Τρία χρόνια έζησε εκεί σπουδάζοντας και βελτιώνοντας την τεχνική του στην ζωγραφική. Ταυτόχρονα, η ανάγνωση έργων του Νίτσε τον οδήγησαν να πιστεύει ότι ο μόνος δρόμος για την αληθινή δημιουργικότητα ήταν μέσω της ανυπακοής και της αταξίας.
Όπως όλοι οι φιλόδοξοι καλλιτέχνες της εποχής του, ήταν το όνειρό του να ζήσει στο Παρίσι. Πράγματι, στα τέλη του 1905, σε ηλικία 21 ετών, πήγε για να ζήσει στο Παρίσι. Αρχικά έμενε σε ένα ξενοδοχείο στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα, ενώ σύντομα μετακόμισε στη Μονμάρτρη. Εκείνο τον καιρό η Μονμάρτη αποτελούσε ήδη την συνοικία του Παρισιού που συγκέντρωνε τους περισσότερους καλλιτέχνες, αποτελούσε το επίκεντρο της αβάν γκαρντ. Εγκαταστάθηκε στο Λε Μπατό Λαβουά (Le Bateau-Lavoir), ένα κοινόβιο για τους αδέκαρους καλλιτέχνες. Σύντομα, άρχισε να απασχολείται έντονα με τη ζωγραφική, επηρεαζόμενος αρχικά από τα έργα του Ανρί ντε Τουλούζ Λοτρέκ εωσότου ο Πολ Σεζάν άλλαξε πολλές από τις απόψεις του. Τελικά, ο Μοντιλιάνι ανέπτυξε το δικό του ιδιαίτερο ύφος, το οποίο δύσκολα μπορεί να κατηγοριοποιηθεί με εκείνο άλλων καλλιτεχνών. Παρήγαγε τα έργα του σε σύντομο χρόνο και ποτέ δεν τα ξαναεπεξεργαζόταν. Στο καλλιτεχνικό περιβάλλον της Μονμάρτρης, έζησε ο Μοντιλιάνι για περίπου τρία χρόνια, προσθέτοντας στις καταχρήσεις και αυτή του αλκοόλ. Η άσχημη, όμως, οικονομική του κατάσταση, τον ανάγκασε να επιστρέψει για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στην πατρίδα του το Λιβόρνο.
Στο Παρίσι εγκαταστάθηκε μόνιμα πλέον το 1909. Επέλεξε τότε να μείνει την συνοικία Μονπαρνάς, λόγω των χαμηλών ενοικίων των κατοικιών. Οι ηδονιστικές του τάσεις ικανοποιούνταν μέσω αγοραίου έρωτα, εωσότου συνάντησε στα 26 του τον πρώτο σοβαρό έρωτα της ζωής του, τη Ρωσίδα ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα, η οποία ήταν 21 χρονών και είχε παντρευτεί μόλις πρόσφατα. Έμεναν σε διαμερίσματα του ίδιου κτιρίου και εκεί αναπτύχτηκε η σχέση τους. Ο θυελλώδης έρωτάς τους διήρκησε ένα έτος περίπου, καθώς τα βίαια ξεσπάσματα του Μοντιλιάνι την οδήγησαν να επιστρέψει στο σύζυγό της. Ο Μοντιλιάνι, ζώντας μέσα στην απόγνωση, έφτανε στα άκρα όσον αφορά τους εθισμούς και τις καταχρήσεις, ως το τέλος της ζωής του.
Η εγκατάσταση του Μοντιλιάνι στο Μονπαρνάς συνοδεύτηκε από την γνωριμία του με τον γλύπτη Κονσταντίν Μπρανκούζι. Στο εργαστήριο του Μπρανκούζι και με την καθοδήγησή του, ο Μοντιλιάνι αφοσιώθηκε στη γλυπτική. Τόσο πολύ τον απορρόφησε η τέχνη αυτή, που εγκατέλειψε σχεδόν ολοκληρωτικά την ζωγραφική για έξι ολόκληρα χρόνια ως το έτος 1915. Ο Μοντιλιάνι δεν έγινε ευρέως γνωστός ως γλύπτης, κυρίως γιατί σώζονται ελάχιστα έργα του, τα οποία όμως είναι θαυμάσια. Τα περισσότερα από τα έργα του τα κατάστρεψε ο ίδιος. Τα έργα του γίνεται φανερό ότι επηρεάστηκαν από την πρωτόγονη τέχνη της Αφρικής και της Καμπότζης.
Αν και μια σειρά γλυπτών του εκτέθηκε στο Φθινωπορινό Σαλόνι του 1912, εγκατέλεψε ξαφνικά τη γλυπτική και στράφηκε πλήρως στη ζωγραφική. Μέχρι να ασχοληθεί αποκλειστικά με την ζωγραφική από το 1915 και μετά, ο Μοντιλιάνι εκτός από γλυπτά έκανε και σχέδια. Με αυτό τον τρόπο εξασφάλιζε την απαραίτητη γι’ αυτόν, καθημερινή ποσότητα αλκοόλ. Συνήθως έμπαινε σε ένα καφέ κρατώντας χαρτί και μολύβι, ζωγράφιζε επιτόπου τα σχέδια του και τα αντάλλασε με μερικά ποτήρια κρασί.
Με το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μοντιλιάνι προσπάθησε να καταταγεί στο στρατό αλλά δεν στρατεύτηκε τελικά λόγω της επιβαρυμένης υγείας του. Τα δύσκολα αυτά χρόνια και κυρίως λόγω της βοήθειας του Λέοπολντ Ζμπορόφσκι, ενός εμπόρου τέχνης, έμελλαν να γίνουν τα πιο δημιουργικά για τον καλλιτέχνη. Σε διάστημα περίπου πέντε ετών, από το 1915 έως το 1920, ο Μοντιλιάνι ζωγράφισε πάνω από τριακοσίους πίνακες.
Στις 3 Δεκεμβρίου 1917, στην γκαλερί Berthe Weill έγιναν τα εγκαίνια της πρώτης —και τελικά μοναδικής όσο ζούσε— ατομικής έκθεσής του. Τις αίθουσες της γκαλερί κοσμούσαν γυμνά μεγάλου μεγέθους κι ένα από αυτά τοποθετήθηκε στη βιτρίνα. Η έκθεση έλαβε μεγάλη δημοσιότητα και προκλήθηκε κοσμοσυρροή. Λόγω του σκανδάλου που προέκυψε η αστυνομία απαγόρευσε την έκθεση.
Το 1918, τέταρτη χρονιά του πολέμου, η ζωή έγινε πολύ δύσκολη στο Παρίσι λόγω της έλλειψης τροφίμων και ηλεκτροδότησης και του φόβου των αεροπορικών βομβαρδισμών. Ο 33χρονος Μοντιλιάνι αποφάσισε να φύγει μαζί με τη νέα του αγαπημένη, τη 19χρονη σπουδάστρια τέχνης Ζαν Εμπιτέρν (Jeanne Hébuterne). Στο λαμπερό φως της Κυανής Ακτής, όπου κατέφυγαν, ο Μοντιλιάνι ζωγράφισε τους πιο δημοφιλείς και ακριβοπληρωμένους πίνακές του. Τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του ο ζωγράφος έφτιαξε 25 πορτρέτα της ντροπαλής, μελαγχολικής και πανέμορφης Ζαν. Στις 29 Νοεμβρίου 1918 η Ζαν γέννησε την κόρη τους, η οποία πήρε το όνομά της (1918-1984). Δεν πρόλαβε όμως ούτε να παντρευτεί την αγαπημένη του Ζαν ούτε να αναγνωρίσει νόμιμα τον καρπό της σχέσης τους.
Στις 24 Ιανουαρίου 1920 ο ζωγράφος που έλεγε «θα ήθελα η ζωή μου να ήταν σαν πλουσιοπάροχο ποτάμι που κυλάει χαρμόσυνα πάνω στη γη» πέθανε στο Παρίσι, σε ηλικία 36 ετών, από φυματιώδη μηνιγγίτιδα, στο νοσοκομείο Σαριτέ. Μια μέρα μετά το θάνατο του καλλιτέχνη, η σύντροφός του, Ζαν, αυτοκτόνησε πέφτοντας από το παράθυρο του του διαμερίσματός τους στον πέμπτο ορόφο, μην αντέχοντας τον θάνατό του, όντας εννέα μηνών έγκυος στο δεύτερο παιδί τους. Στην κηδεία του στο Κοιμητήριο Περ Λασέζ (Père Lachaise) παρευρέθηκε ένα τεράστιο πλήθος κόσμου.
Τον Ιούνιο του 2005 το έργο του το Πορτρέτο της Ζαν Εμπιτέρν πουλήθηκε έναντι 3,25 εκατομμυρίων λιρών Αγγλίας.
Στο ποίημα του Νίκου Καββαδία με τίτλο Θεσσαλονίκη, το οποίο έχει μελοποιηθεί από τον Θάνο Μικρούτσικο, υπάρχει η εξής αναφορά στον Μοντιλιάνι:«Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγαν οι Χιλιάνοι άγιε Νικόλα φύλαγε κι αγιά θαλασσινή τυφλό κορίτσι σ' οδηγάει παιδί του Μοντιλιάνι που τ' αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί».






πηγή:Βικιπαίδεια

22 Ιαν 2010

SALVADOR DALI: Αγάπες μου, μισήστε με!...






Αιμορραγούντα Ρόδα



Νεαρή Παρθένα Κόρη Αυτοσοδομίζεται



Σκλαβοπάζαρο Με Σχηματισμό Κεφαλής Βολτέρου


Ο Αμνός




Σαν αύριο πριν από 21 χρόνια, πέθανε μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα των καλών τεχνών και κυρίως της ζωγραφικής. Άλλοι τον είπαν ιδιοφυία και άλλοι τσαρλατάνο. Και από την στιγμή που του ίδιου του άρεσε να "εκτίθεται" δημόσια για να πετύχει να γίνει λόγω της φυσιογνωμίας και του έργου του διάσημος, ήταν επόμενο να αποκτήσει εκατομμύρια φανατικούς φίλους και άλλους τόσους φανατικούς εχθρούς. Αναφέρομαι στον ιδιόμορφο σουρεαλιστή ζωγράφο Σαλβαντόρ Νταλί.


Την επομένη του θανάτου του, η εφημερίδα «Le Monde» έγραφε: «Ainsi finit Dali, clown et génie du 20ème siécle» («Ετσι τελείωσε ο Νταλί, κλόουν και ιδιοφυΐα του 20ού αιώνα»). Οπως φαίνεται πλέον, ήταν μια οξυδερκής αξιολόγηση. Μολονότι ο ισπανός ζωγράφος εξακολουθεί να έχει οπαδούς, υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ αυτού που ονομάζουμε «ευρύ κοινό», το οποίο πράγματι δείχνει να τον εκτιμά, και της επίσημης άποψης των κριτικών και των ιστορικών, οι οποίοι τον παίρνουν όλο και λιγότερο στα σοβαρά. Από αμιγώς ζωγραφική άποψη, λίγοι του αμφισβητούν την απαράμιλλη τεχνική δεξιότητά του ή την καθηλωτική φαντασία του. Από την άποψη της προσωπικότητάς του όμως και του αντικτύπου που είχε στην τέχνη του αιώνα μας, πρώτος ο Αντρέ Μπρετόν έβαλε τα πράγματα στη θέση τους: αναγραμμάτισε το όνομά του σε «Avida dollars» («πλεονέκτης [των] δολαρίων»)! Ο Νταλί κατόρθωσε όσο λίγοι να ευτελίσει τα επιτεύγματά του. Του αρμόζει στην καλύτερη περίπτωση ο τίτλος του πιο ανακόλουθου καλλιτέχνη του 20ού αιώνα.


Ο Σαλβαντόρ Νταλί γεννήθηκε στο Φιγκουέρας της Ισπανίας το 1904. Ως σπουδαστής τέχνης στη Μαδρίτη και στη Βαρκελώνη αφομοίωσε πολλές διαφορετικές τεχνικές και πολύ γρήγορα άρχισε να επιδεικνύει εξέχουσα δεξιοτεχνία. Το ώριμο ζωγραφικό του ύφος εν τούτοις εμφανίστηκε στο τέλος της δεκαετίας του 1920 ως αποτέλεσμα δύο κύριων παραγόντων: της μελέτης των έργων του Φρόιντ και της γνωριμίας του Νταλί με τους σουρεαλιστές του Παρισιού. Ο Νταλί πρέσβευε ότι προσπαθούσε να ανακαλέσει εικόνες από το υποσυνείδητό του με μια μέθοδο την οποία ονόμασε «παρανοϊκο-κριτική».
Από το 1929 ως το τέλος της δεκαετίας του 1930 ο Νταλί φιλοτέχνησε τα έργα που τον ανέδειξαν τον πιο διάσημο σουρεαλιστή καλλιτέχνη. Ισως το πιο γνωστό ανάμεσά τους είναι «Η εμμονή της μνήμης» (1931), το ονειρικό τοπίο με τα λιωμένα ρολόγια. Ο Νταλί συμμετείχε επίσης στη δημιουργία δύο σουρεαλιστικών ταινιών του Λουίς Μπουνιουέλ: «Ενας ανδαλουσιανός σκύλος» (1928) και «Η εποχή του χρυσού» (1930).
Από το τέλος της δεκαετίας του 1930 ο Νταλί επηρεάστηκε πολύ από την αναγεννησιακή ζωγραφική και ιδιαίτερα από τον Ραφαήλ, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την αποξένωσή του από το σουρεαλιστικό κίνημα. Μολονότι οι πίνακες αυτοί επιδεικνύουν ακόμη μεγαλύτερη δεξιοτεχνία από τους παλαιότερους, δεν εκτιμώνται τόσο πολύ. Ισως ο λόγος είναι ότι ο Νταλί προσπαθούσε ολοένα περισσότερο να τραβήξει επάνω του τα φώτα της δημοσιότητας διοργανώνοντας happenings και προβάλλοντας την εκκεντρική του θεώρηση για τον κόσμο. Πέρασε τα επόμενα χρόνια σχεδιάζοντας σκηνικά για το θέατρο και κοσμήματα, καθώς και γράφοντας βιβλία (ασφαλώς για τον εαυτό του, όπως Η μυστική ζωή του Σαλβαντόρ Νταλί το 1944). Συνέχισε να ζωγραφίζει μανιωδώς, ποτέ όμως δεν κατάφερε να γοητεύσει ξανά τον κόσμο της τέχνης με τον βαθύ τρόπο που το είχε κάνει παλαιότερα. Ο θάνατος τον βρήκε στη γενέτειρά του το 1989.
Για πολύ περισσότερα "εκπληκτικά" έργα του Νταλί : http://www.lifoland.gr/blogs/greendim/6779#comment

πηγή:www.peri-grafis.com



11 Ιαν 2010

Περπατώντας στο Παρίσι ερωτευμένος...


Η καινούρια χρονιά άρχισε καλά. Καταλύτης γι αυτό, το ταξίδι -γι άλλη μια φορά- στο Παρίσι. Εδώ τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά και αυτό από μόνο του αποτελεί ενδιαφέρον. Η πόλη σου "δίνεται" ολόκληρη όταν την περπατήσεις. Ξεχύνομαι λοιπόν ερωτοτροπόντας μαζί της επί ημέρες για να την "κατακτήσω". Από το πρωί έως το βράδυ τα βήματα μου γοργά και ελαφροπάτητα "κόβουν φέτες" ολόκληρη την πόλη. Δεν υπάρχουν και πολλές διακοπές στις κινήσεις μου παρά μόνο για κάποιον ανεφοδιασμό με καφέ ή κανένα ελαφρύ γεύμα. Πάντα προσηλωμένος στον στόχο της κατάκτησης και χωρίς να το καταλάβω, κάνω 13-14 χιλιόμετρα την ημέρα περπάτημα, έχοντας "στήριγμα" μου το μετρό που από κάποια στιγμή και μετά, το έχω μάθει απ έξω κι ανακατωτά. Η κάθε γωνιά, ο κάθε δρόμος, το κάθε κτίριο του Παρισιού είναι μια καινούρια σελίδα στο μεγάλο βιβλίο της ζωής σου, ένα άλλο "άνοιγμα" της ψυχής σου, μια γερή δόση τροφής στη σκέψη σου, μια εμπειρία που θα την κουβαλάς όσο μπορείς και αναπνέεις.
Στη νυχτερινή βόλτα στον Σηκουάνα με το "μπατώ-μους", όλη η Παριζιάνικη ιστορία περνάει μαγευτικά από πάνω μου. Ανακαλύπτοντας το Λούβρο εξωτερικά και κυρίως εσωτερικά, αισθάνομαι να μου υπογραμίζει την αξία του ανθρώπου. Το μουσείο του Ορσαί δοκιμάζει τα όρια της συγκίνησης μου με τα διάσημα και συνάμα εκπληκτικά έργα των ιμπρεσσιονιστών που διαθέτει και που υπεραγαπώ. Αφιερώνω δύο ώρες εκεί και δεν θέλω να φύγω. Η Παναγία των Παρισίων με κάνει να αισθανθώ ένα μεγάλο δέος για τα θεία και τα ανθρώπινα. Ο Πύργος του Άιφελ στην όψη του, μου προκαλεί τρόμο αλλά και ακατανίκητη αυτοπεποίθηση καθώς τον ανεβαίνω και κοιτάζω τον κόσμο από τόσο ψηλά. Τα Ηλύσσια Πεδία με την λεωφόρο τους και την Αψίδα του Θριάμβου, την ημέρα με τα μεγάλα και πολυτελή μαγαζιά τους μου πιστοποιούν το μεγαλείο μιας ευρωπαϊκής μεγαλούπολης ενώ φωτισμένα την νύχτα μου απογειώνουν τις αισθήσεις με την αισθητική τους. Η συνοικία του Μαραί με την πλατεία των Βοσγίων, είναι για μένα μια αποκάλυψη ποιότητας με τις θαυμάσιες γκαλερί που διαθέτει. Η Μονμάρτη είναι ίσως το μέρος που θα ήθελα να ζω αν δεν ζούσα στην Αθήνα. Υπέροχα σοκάκια, κουκλίστικα μαγαζάκια, ζωντανά καφέ και μπαράκια, ρομαντικά μπιστρώ. Η τέχνη είναι απλόχερα παντού: στις βιτρίνες, στους δρόμους και τα κτίρια, στους πλανόδιους ζωγράφους, στον αέρα...Τα δε σκαλιά της είναι τα πιο ερωτικά σκαλιά που έχω δει στην ζωή μου. Το παζάρι του Μαρσέ έξω από το Παρίσι, είναι μια μικρή αντικο-πολιτεία που μου "περιγράφει" με τα χιλιάδες παλαιά αντικείμενα που βρίσκω, την παλιά Γαλλία.
Το Παρίσι δεν έχει μόνο ομορφιές, έχει και τα προβλήματα του. Οι αμέτρητοι κλοσάρ που βρίσκεις σε ολόκληρο το Παρίσι να κείνται κατάχαμα, δεν είναι και τόσο γραφικοί σαν θέαμα. Η φτώχεια η κοινωνική ανισότητα και η ανεργία αν προσέξεις, τις βλέπεις παντού. Η ίδια η πόλη όμως δεν φταίει γι αυτό. Οι αιτίες βρίσκονται αλλού που δεν είναι του παρόντος και δεν είμαι και ειδικός να τις αναλύσω.
Το Παρίσι όμως, όσα χρόνια κι αν περάσουν, για μένα θα παραμένει πάντα το ίδιο. Μια ερωτεύσιμη πόλη που αφήνει τα θέλγητρα της να πλανιώνται στον αέρα για να μπορείς να τα νοιώσεις και να τα γευτείς. Κι όλα αυτά μέσα σε μια ελαφριά βροχερή ατμόσφαιρα "ντυμένη" με τρυφερές μουσικές ενός ακορντεόν που ακούγεται από κάποια γωνιά του δρόμου...