31 Μαΐ 2008

Latin music, όπως λέμε Τίτο Πουέντε!...


Πάντα με ξεσήκωναν για χορό τα λάτιν τραγούδια. Πριν από χρόνια είμουν από τους λίγους που τα ακούγανε όχι μόνο τις απόκριες(!), αλλά όλον το χρόνο. Αυτοί οι ρυθμοί με ξεσηκώνουν και ώρες-ώρες με "στέλνουν στο διάστημα". Με δυο λόγια έχω περάσει καλά στη ζωή μου με αυτές τις μουσικές.
Κατ'αρχήν, ο ορισμός: «λάτιν» είναι το σύνολο των λαϊκών μουσικών της ισπανόφωνης Λατινικής Αμερικής όπου η μείξη του αφρικανικού στοιχείου με την ισπανοευρωπαϊκή μουσική αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό. Λάτιν είναι το Πουέρτο Ρίκο, η Κολομβία, η Βενεζουέλα, η Δομινικανή Δημοκρατία, ο Παναμάς και, φυσικά, η Κούβα.
Οταν λέμε «λάτιν» εννοούμε ρυθμό, χορό. Βασικό όργανο για όλα ­ και είναι πολλά ­ τα είδη της λάτιν μουσικής είναι τα κρουστά ποικίλης προέλευσης (κόνγκας, τιμπάλες, μπόνγκος κ.ά.). Αναλόγως βεβαίως την περιοχή και το είδος χρησιμοποιούνται και άλλα όργανα, όπως τα έγχορδα, το πιάνο, το ακορντεόν, το μπάσο, τα κιθαροειδή (τρες, κουάτρο), τα πνευστά (τρομπόνι, φλάουτο, σαξόφωνο, τρομπέτα), αλλά και σύγχρονα ηλεκτρικά.
Λάτιν δεν είναι η ρέγκε ή το καλίπσο, λόγω αγγλόφωνης προέλευσης, είναι όμως η σάλσα, η ρούμπα, το μάμπο, το τσα-τσα, το σον και δεκάδες άλλα είδη λιγότερο ή περισσότερο εμπορικά, όπως το βαγενάτο, η μπόμπα, η πλένα. Τα βασικά είδη με διεθνή απήχηση είναι η σάλσα, η κούμπια και η μερένγκε.
Σκούρο πρόσωπο, πολύχρωμο πουκάμισο, καδένα στον λαιμό, δαχτυλίδια στα χέρια, πούρο στο στόμα, συνήθως: κοινά εξωτερικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων της λάτιν μουσικής. Σε υψηλές πωλήσεις δίσκων και στα μεγάλα ακροατήρια δεν ευτύχησαν πολλοί. Αυτοί όμως που υπήρξαν διάσημοι εξακολουθούν να πουλάνε δίσκους και μετά τον θάνατό τους, όπως ο Ματσίτο, οι δίσκοι του Τσάνο Πόσο με τον Ντίζι Γκιλέσπι, ο Αρσένιο Ροντρίγκεζ, ο Μάριο Μπαουσά η Σέλια Κρουζ, ο Τίτο Πουέντε κ.ά. Από τους εν δράσει καλλιτέχνες μεγάλα αστέρια παραμένουν οι Σέλια Κρουζ, Μόνγκο Σάντα Μαρία, Ρέι Μπαρέτο, Γουίλι Κολόν, Χουάν Λουίς Γκέρα, Τίτο Νιέβες, Σελίνα Γκονζάλες κ.ά.
Ο Τίτο Πουέντε* είναι ο «βασιλιάς της λάτιν μουσικής». Μυθικό πρόσωπο της λάτιν και της λάτιν τζαζ από τα μέσα της δεκαετίας του '40, έχει συνεργαστεί με τα μεγαλύτερα ονόματα της λάτιν και έχει αναδείξει δεκάδες τραγουδιστές και μουσικούς. Είναι δημιουργός μεγάλων λάτιν επιτυχιών, περισσότερο στον χώρο της λάτιν τζαζ και λιγότερο της σάλσα, στο κίνημα της οποίας ποτέ δεν εντάχθηκε πλήρως. Εχει ηχογραφήσει περισσότερους από 100 δίσκους, τιμήθηκε τέσσερις φορές με το βραβείο Γκράμι, έχει υπογράψει 400 συνθέσεις, ενώ στα νιάτα του υπήρξε εξαίρετος χορευτής.
Συγνώμη αν φαίνεται υπερβολικό αλλά τρελλαίνομαι να τον ακούω!
* Ο Τίτο Πουέντε πέθανε σαν σήμερα στις 31 Μαίου του 2000.

Δέκα λάτιν δίσκοι που πρέπει να ξέρετε:
* «The Mambo King», Τίτο Πουέντε (RMM)
* «Celia Cruz Υ La Sonora Matancera», Σέλια Κρουζ (Sony)
* «Ruben Blades Υ son det' Solar... live», Ρουμπέν Μπλάδες(Elektra)
* «Grandes Exitos», Γουίλι Κολόν (Fania)
* «Afro Cuban Classic», Αρσένιο Ροντρίγκεζ (Ansonia)
* «Mucho Macho», Ματσίτο (Pablo)
* «Mario Bauza & his Afro-Cuban Jazz Orchestra, My Time isNow», Μάριο Μπαουσά (Messidor)
* «Cuban Classics 2, Dancing with the Enemy», συλλογή(Luaka Bop)
* «Cuban Counterpoint: History of the Son Montuno», συ-λογή (Rounder)
* «Dundunbanza», Σιέρα Μαέστρα (World Circuit)


26 Μαΐ 2008

Τα jazz βράδυα της ζωής μου...


Αυτές τις ημέρες θυμήθηκα τον "μεγάλο Δούκα". Τον Duke Ellington. Είναι αυτός που μου "αποκάλυψε" ερήμην του φυσικά, τη βελούδινη πλευρά της μουσικής. Δεν έχω ποτέ αναφερθεί σε αυτόν εδώ τον χώρο για την μεγάλη αγάπη μου την jazz. Δυο λεξούλες λοιπόν: Αν θες να ηρεμήσεις, αν θες να σκεφτείς δημιουργικά, αν θες να "ταξιδέψεις" στο παρελθόν, η τζαζ είναι ίσως η καλύτερη μουσική βραδυνή παρέα. Εγώ το κάνω εδώ και 15 χρόνια...



23 Μαΐ 2008

Με το τρανζιστοράκι για παρέα! (70 χρόνια ελληνικό ραδιόφωνο)...


Από μικρό παιδάκι ακούω συνέχεια ραδιόφωνο. Από όταν δηλαδή δεν υπήρχε τηλεόραση. Κάθε μέρα, κάθε ώρα και σχεδόν κάθε στιγμή. Μεγάλωσα με αυτό, διδάχτηκα, ονειρεύτηκα, ταξίδεψα, ερωτεύτηκα, τραγούδησα, συγκινήθηκα. Πάντα εδώ και δεκαετίες η καλύτερη παρέα, ανάγκη και παρηγοριά. Στο σπίτι μου είναι σπάνια κλειστό. Άλλωστε σχεδόν δεν ανοίγω τηλεόραση. Στο αυτοκίνητο το "άνοιγμα" του, η πρώτη μου κίνηση μόλις μπω. Στο χώρο της δουλειάς μου η μοναδική πηγή πληροφόρησης του τί συμβαίνει στον κόσμο καθώς και το "όχημα" που σέρνει τον χρόνο. Δεν μπορώ χωρίς αυτό. Μπορεί να το ακούω μέσω μιας συσκευής mp3 ή μέσω ενός κινητού τηλεφώνου ή μέσα από έναν υπολογιστή ή ακόμα από ένα ηχοσύστημα. Αγαπημένος μου δέκτης όμως παραμένει ένα μικρό ραδιοφωνάκι, ένα τρανζίστορ που λέγαμε παλιά. Ίσως γιατί είναι πολύ βολικό, ίσως γιατί με δένει με το αθώο μου παρελθόν. Για όλα αυτά και για πολλά περισσότερα που κρύβω στις ευαίσθητες χορδές της ψυχής μου, ένα μικρό αφιέρωμα στο ελληνικό ραδιόφωνο που γλυκά μας συντροφεύει εδώ και επτά δεκαετίες τώρα.
21 Μαΐου 1938. Η ημέρα που η Ελληνική Ραδιοφωνία βγαίνει για πρώτη φορά στον αέρα, υπό το όνομα "Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών". Ήδη από τις 25 Μαρτίου εκείνης της χρονιάς είχε εγκαινιαστεί ο πρώτος πομπός στα Νέα Λιόσια, ενώ οι ραδιοθάλαμοι βρίσκονται στο Ζάππειο Μέγαρο. Τα χρόνια που ακολούθησαν τοποθετήθηκαν πομποί σε όλη τη χώρα, ενώ το 1941 διακόπτεται η λειτουργία του Σταθμού, και το θρυλικό σήμα "Ο Τσοπανάκος" μεταφέρεται στο BBC. Τον Ιούλιο του 1945 συγκροτείται το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Στη συνέχεια δημιουργείται ο Κεντρικός Ραδιοφωνικός Σταθμός των Ενόπλων Δυνάμεων. Ακολουθεί η δημιουργία του Δεύτερου, του Τρίτου Προγράμματος και των Περιφερειακών Σταθμών. Το 1975 το Ε.Ι.Ρ. μετονομάζεται σε Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση. Ενώ, ο σταθμός των Ενόπλων Δυνάμεων γίνεται το Τέταρτο Πρόγραμμα, η σημερινή ΕΡΑ-ΣΠΟΡ. Το Νοέμβριο του 2001 η Ελληνική Ραδιοφωνία δημιουργεί το πρόγραμμα Κosmos. Παράλληλα, λειτουργεί η ΕΡΑ 5-Η Φωνή της Ελλάδας και το ραδιόφωνο Φιλία.
Καλή σας ακρόαση!...

21 Μαΐ 2008

ASENSUM CAPIAM!...


ASENSUM CAPIAM (ΑΝΗΦΟΡΟ ΘΑ ΠΑΡΩ)
Asensum capiam ascendam in montem (Aνήφορο θα πάρω ν'ανέβω στο βουνό) in dorsum traham per te crusem (στη πλάτη μου θα σύρω για σένα το σταυρό)
mariis asindam mondum quaeram (τις θάλασσες θα σκίσω για σένα θα ρωτώ)
tristem reperiat me nigrum veslerum. (θλιμμένο θα με βρίσκει το μαύρο δειλινό).
Quaeram nunc quem quo sis si noscit Να ρωτήσω τώρα ποιον που να βρίσκεσαι αν ξέρει)
qui fugiebas una prima lux et alliquid astrum non vidit te
(που έφυγες μια χαραυγή και δε σ'είδε ούτε έν' αστέρι)

Umor accipit grandus meos (Παίρνει η βροχή τα βήματά μου)
et via quo exibit nunc per me (κι ο δρόμος που θα βγει για μένα τώρα πια)
candunt in aggerem alectus meos (πέφτουν στο χώμα τα δάκρυά μου)
et somnia mpos per te aquilo cepit. (και τα όνειρα μου τα πήρε ο βοριάς).
Intra ignem jecisti lactas memorias nostros (Έριξες μες στη φωτιά τις γλυκές μας αναμνήσεις)
sed et deus est et sive ut argeret te. (μα υπάρχει και θεός και ίσως να σε τιμωρήσει.)

(Αφιερωμένο στα παιδιά που γράφουν Πανελλαδικές και ειδικά Λατινικά).
ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ

19 Μαΐ 2008

Αγάπη και μίσος για την πόλη μου την Αθήνα!...



Από το σπίτι μου βλέπω καθαρά όλη την Αθήνα, τον Πειραιά και σχεδόν όλα τα προάστεια τους. Τα "σύνορα" της ματιάς μου ξεκινούν από πολύ αριστερά μου όπου υψώνεται η βορεινή πλευρά του Ποικίλου Όρους το οποίο και μου κρύβει την Πάρνηθα από την οποία όμως καλοδέχομαι πάντα το ευεργετικό βοριαδάκι της που με αναζωογονεί συχνά εδώ ψηλά που μένω. Συνεχίζοντας πιο δεξιά, διακρίνω την κάποτε πράσινη Πεντέλη, ενώ παρεμβάλλονται οι Ολυμπιακές εγκαταστάσεις αλλά και το μέγαρο του Ο.Τ.Ε. που ορθώνεται αυθάδικα στη περιοχή. Δεξιότερα, σηκώνεται ψηλά το Γαλάτσι, το τέρμα του οποίου οριοθετούν τα Τουρκοβούνια. Στην ευθεία "διαδρομή" μου, εκτείνεται σε μεγάλη απόσταση ο σχεδόν φαλακρός Υμηττός, ενώ "πηγαίνοντας" πια δεξιά κάνοντας μια "στάση" στο βράχο της ακρόπολης και τον λόφο του Φιλοπάππου, βλέπω καθαρά το γαλάζιο του Σαρωνικού με ενδιάμεσα χαρακτηριστικά σημεία το παλιό αεροδρόμιο και το στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Εκεί κάπου πιο δεξιά τα "σύνορα" τερματίζουν στην μυρωδάτη Αίγινα.
Μια θέα που το πρωί αναδεικνύει μια τεράστια τσιμεντούπολη αλλά το βράδυ μια μαγευτική αποθέωση από πολύχρωμα λαμπιόνια που λάμπουν στο σκοτάδι. Λόγοι για να αγαπάς αλλά και να μισείς αυτή την πόλη. Κάποτε δεν την ήθελα καθόλου την Αθήνα παρά μόνο κάτι Κυριακάτικα πρωϊνά. Με τον καιρό ανακάλυψα πως μάλλον εμείς οι πολίτες της φταίμε για τα όποια δεινά της και πως στο χέρι μας είναι να τα βελτιώσουμε. Συνειδητοποίησα μάλιστα ότι αυτή η πόλη κρύβει πολλές χάρες.Κι αυτό το κατάλαβα όταν διαπίστωσα και κάποια πράγματα. Στη πραγματικότητα η Αθήνα αγκαλιάζει τους πάντες αλλά δεν ανήκει σε κανέναν, δεν αγαπά κανέναν. Απλά μας προσφέρεται να την απολαύσουμε για λίγο, δεν μας δίνεται ολοκληρωτικά. Η Αθήνα έρχεται από το παρελθόν κουβαλώντας τις μνήμες της από παλαιότερες ανθρώπινες γενιές και βαδίζει αργά στο μέλλον για τις επόμενες. Εμάς που ζούμε τώρα εδώ, μας παίρνει από το χέρι και μας οδηγεί τρυφερά μέσα από τους δρόμους της και τα κτίρια της, για να ζήσουμε την σκληρή καθημερινότητα μας. Περαστικοί είμαστε σε αυτή τη ζωή, περαστικοί είμαστε και από αυτή την πόλη. Μήν το ξεχνάμε, ας το σεβαστούμε αυτό...

16 Μαΐ 2008

Ένα πολύ όμορφο βιβλίο γεμάτο συναισθήματα!...


Διαβάζοντας το πριν λίγο καιρό, ένοιωσα έκπληξη αλλά συγχρόνως και πολύ ευχάριστα που ένας συγγραφέας με τον οποίο έχω "συμφωνήσει" σε πολλά, έγραψε κάτι το τόσο γλυκό με το οποίο βρέθηκε στην επικαιρότητα.
Οι ανθρώπινοι χαρακτήρες που χρησιμοποιεί ο Τζόναθαν Κόου στο νέο του μυθιστόρημα «Σαν τη βροχή πριν πέσει» (εκδόσεις Πόλις) είναι τελείως διαφορετικοί από εκείνους που οι φανατικοί αναγνώστες του διέκριναν στα προηγούμενα βιβλία του: η καυστική σάτιρα που επιφύλασσε στον θατσερισμό και την εποχή Μπλερ μπαίνουν στο περιθώριο.
Ο συναισθηματικός κόσμος των γυναικών, οι αναζητήσεις τους -στο πλαίσιο μιας οικογένειας κατά το δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνα- γίνονται το σημείο εστίασης για τον 46χρονο συγγραφέα. Η Ρόζαμοντ, μια ηλικιωμένη λεσβία με μεγάλα αποθέματα μητρικής αγάπης, διηγείται σε μαγνητόφωνο την τραγική ιστορία μανάδων που απορρίπτουν ή κακοποιούν τα παιδιά τους. - Οι ηρωίδες σας είναι ολοζώντανες. Αυτό προϋποθέτει τη δική σας προσπάθεια να γράψετε έχοντας κατά νου τον γυναικείο ψυχισμό. Πόσο λοιπόν σας δυσκόλεψαν οι γυναίκες;...«Ζω σ' ένα σπίτι περικυκλωμένος από μια σύζυγο και δύο κόρες. Αρα, όντως, οι γυναίκες με δυσκολεύουν πολύ! Ο αέρας που αναπνέω στην προσωπική μου ζωή είναι θηλυκού γένους, οπότε θα ήταν απορίας άξιο και απογοητευτικό εάν δεν είχα πλήρη εικόνα του γυναικείου ψυχισμού. Που, οπωσδήποτε, δεν νομίζω ότι διαφέρει από τον ανδρικό, όσο κι αν οι άνθρωποι ζητούν κάτι τέτοιο. Γενικά, προτιμώ τη γυναικεία συντροφιά διότι συζητούν για πράγματα που μ' ενδιαφέρουν (φιλία, σχέσεις, οικογένεια, έρωτας) παρά για πράγματα που βαριέμαι (ποδοσφαιρικά και κομπιούτερ, κυρίως). Δεν εννοώ ότι είμαι κανενός είδους φεμινιστής, είναι μόνον μια δήλωση προτιμήσεών μου».- Θα ήθελα να εστιάσουμε στο ζήτημα της κακοποίησης παιδιών. Είναι φαινόμενο σε έξαρση στις δυτικές κοινωνίες...«Πολύ αμφιβάλλω εάν πρόκειται για φαινόμενο σε έξαρση. Βεβαίως, δημοσιοποιείται περισσότερο και προκαλεί απορίες με τις προεκτάσεις του. Τι άλλο μπορείς να πεις, πέρα από το να το αποδοκιμάσεις ως μια από τις χειρότερες πτυχές της ανθρώπινης φύσης; Το θέμα είναι ότι εάν κάποιος νιώθει λίγο ή πολύ δυνατός στη ζωή του, θα προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει όση δύναμη διαθέτει πάνω σε οποιονδήποτε κρίνει πιο αδύναμο από αυτόν. Πολλοί άνθρωποι νομίζουν ότι αποκτούν βασίλειο ή γίνονται δικτάτορες μέσα στην οικογένεια, στα παιδιά τους που είναι έρμαιά τους. Δεν υπάρχει κατά τη γνώμη μου τίποτε πιο συγκλονιστικό από αυτή την κατάσταση - παγιδευμένοι άνθρωποι στα όρια τέτοιων οικογενειών, σ' ένα ιδιωτικό κατεστημένο που κανένας από τον έξω κόσμο δεν έχει ιδέα τι γίνεται εκεί μέσα».- Μου κάνει εντύπωση η λεσβία ηρωίδα σας, η οποία εκφράζει τα μητρικά της ένστικτα, προσφέρει αγάπη με τον πιο τρυφερό τρόπο.
«Το μητρικό ένστικτο δεν περιορίζεται μόνο σε ετεροφυλόφιλες γυναίκες. Δύο από τις καλύτερες μανάδες που γνωρίζω είναι λεσβίες. Ελπίζω να γίνεται σαφές ότι η Ρόζαμοντ, σε αντίθεση με την Μπέατριξ, έχει μια τρομακτική ικανότητα να αγαπάει, τόσο στις σχέσεις της με ενήλικες όσο και με παιδιά. Το γεγονός ότι η σεξουαλική της ταυτότητα δυσκολεύει συνεχώς αυτή την ικανότητα αποτελεί τη δική της πραγματική τραγωδία. Το μυθιστόρημά μου δεν είναι, όπως κάποιοι υπαινίσσονται, ένα βίβλιο "γύρω από" την ομοφυλοφιλία -όχι περισσότερο απ' ό,τι είναι το "Ρωμαίος και Ιουλιέτα" γύρω από την ετεροφυλοφιλία. Ομως, ήθελα να δείξω με τον πιο διαυγή τρόπο ότι η ικανότητα του ανθρώπου να έχει αισθήματα και σοβαρή υπόσταση ως ύπαρξη δεν σχετίζεται καθόλου με τις σεξουαλικές του επιλογές».- Οι εξοικειωμένοι αναγνώστες θεωρούν τη γραφή σας απλή όσο και πνευματώδη. Σ' αυτό το βιβλίο διεισδύετε -με ξεχωριστό τρόπο- σ' ένα τόσο δύσκολο θέμα...«Δεν θέλω να περιορίζομαι σ' ένα συγκεκριμένο στιλ γραφής. Πάντοτε υπάρχουν σοβαρά ή μελαγχολικά στοιχεία σε κάθε βιβλίο μου, ακόμη και στα πιο χιουμοριστικά. Αυτή τη φορά όμως αποφάσισα να τα φέρω στο προσκήνιο. Για να χρησιμοποιήσω ένα ικανοποιητικό παράδειγμα, κανένας δεν θεωρεί παράξενο το γεγονός ότι ο Σέξπιρ έγραψε τόσο την "Κωμωδία των παρεξηγήσεων" όσο και τον "Βασιλιά Λιρ". 'Η, για να κάνω μια πιο σύγχρονη σύγκριση, κάθε τόσο ο Γούντι Αλεν αποφασίζει να γυρίσει ένα δράμα ανάμεσα στις συνήθεις κωμικές ταινίες του. Νομίζω ότι έρχεται η στιγμή που οφείλεις να κόψεις τα αστεία και να γίνεις πιο σοβαρός».- Μήπως σκέφτεστε να προχωρήσετε σε επόμενα μυθιστορήματα χωρίς τον γνώριμο εύθυμο χαρακτήρα των προηγουμένων;«Οχι. Απλώς η ευθυμία δεν ταίριαζε στη συγκεκριμένη ιστορία. Γράφω για μια ετοιμοθάνατη γυναίκα, απομονωμένη στο σπίτι της, που ηχογραφεί τη φωνή της σ' ένα μαγνητόφωνο περιγράφοντας δραματικά γεγονότα τα οποία κατέστρεψαν τις ζωές διαφορετικών ανθρώπων. Δεν μου φαινόταν ότι "χωρούσε" το χιούμορ σ' όλα αυτά. Ωστόσο δεν έχω χάσει αυτή την αίσθηση, παρά μόνον προσωρινά...».- Το βιβλίο δεν έχει πολιτικά σχόλια, αλλά επικεντρώνεται στην ατομική και τη συλλογική πραγματικότητα. Ηταν μια προμελετημένη προσπάθεια διαφορετικού σχολιασμού αυτού του δίπολου;«Τα τρία από τα τέσσερα τελευταία βιβλία μου περιέχουν άφθονη πολιτική: τα έχω σχεδιάσει πάνω σε μια μεγάλη, πανοραμική κλίμακα. Δεν θεωρώ αυτό το βιβλίο εντελώς διαφοροποιημένο, απλώς λίγο μικρότερο και πιο υπαινικτικό. Τέλος πάντων, όσοι το θελήσουν θα βρουν πολιτικές αναφορές μέσα στο βιβλίο. Εξάλλου, τι άλλο θα μπορούσε να είναι πολιτικό θέμα αν όχι η δυναμική των σχέσεων που αναπτύσσεται μέσα σε μια οικογένεια; Είτε η άσκηση τυραννίας από έναν γονιό στο αδύναμο παιδί; Η ιστορία που περιγράφω περιέχει αδικίες πολιτικής υφής όσο τίποτε άλλο».- Πώς βλέπετε τη μετά Μπλερ εποχή στη Βρετανία; Ολοι περιμένουμε την επόμενη ημέρα από τον Γκόρντον Μπράουν...«Ο νέος πρωθυπουργός είναι δημοφιλής προς το παρόν: τόσο δημοφιλής στις δημοσκοπήσεις ώστε να φαίνεται πως σύντομα θα πάει για εκλογές και πιθανόν να τις κερδίσει. Νομίζω ότι οι Βρετανοί χαλαρώνουν αφότου απαλλάχθηκαν από τον Μπλερ, με την ξεσηκωτική μεσσιανική του ρητορική και την αμετακίνητη αυτοπεποίθησή του που τον οδήγησε σε μερικές πολύ κακές αποφάσεις (όπως η εισβολή στο Ιράκ). Επίσης, τα δύο αντίπαλα κόμματα, οι Συντηρητικοί και οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες, βρίσκονται σε πλήρη απαξίωση: οι μεν δεν έχουν ιδέα για το ποια πολιτική να ακολουθήσουν, οι δε έχουν καλή πολιτική αντίληψη αλλά με έναν απολύτως μη χαρισματικό αρχηγό...».- Το βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά, μόλις λίγες εβδομάδες μετά την αγγλική του έκδοση, κάτι που πριν από μερικά χρόνια θα θεωρούνταν αδιανόητο. Νιώθετε ότι η σχέση συγγραφέα-αναγνώστη εξελίσσεται διαφορετικά τώρα πια; Δεν είναι εύκολο να σκέφτεσαι, να προσέχεις τους αναγνώστες σου απ' οπουδήποτε στον κόσμο κι αν προέρχονται...«Φυσικά και προσέχω τους αναγνώστες μου απ' όλο τον κόσμο -και ειδικά τους Ελληνες, οι οποίοι έχουν ανταποκριθεί στα βιβλία μου με τόση θέρμη. Αυτό σημαίνει πολλά για μένα αλλά, ταυτόχρονα, δεν σκέφτομαι κανέναν όταν γράφω. Στην πραγματικότητα, δεν μου αρέσει η ιδέα του συγγραφέα τόσο "κοντά" στο κοινό του. Η τυπωμένη σελίδα επιβάλλει μια συγκεκριμένη απόσταση μεταξύ τους κι αυτό είναι πολύ σημαντικό να διατηρηθεί».- Αυτό όμως δεν συμβαίνει συχνά πια: όλο και περισσότεροι συγγραφείς συνομιλούν με τους αναγνώστες τους στα ιστολόγια...«Γνωρίζω συγγραφείς που μπλογκάρουν καθημερινά, ζητούν σχόλια στις ιστοσελίδες τους κ.λπ. Αλλά δεν θεωρώ υγιή αυτόν τον οικείο διάλογο. Σ' αυτή την περίπτωση, το μυθιστόρημα γίνεται ενδιάμεσο της σχέσης μεταξύ συγγραφέα-αναγνώστη, η συγγραφική πράξη σμικρύνεται, γίνεται ακόμη πιο ασήμαντη. Και κάπως απρόθυμα, συμφωνώ για συνεντεύξεις και δημόσιες εμφανίσεις, για λόγους προβολής. Θα προτιμούσα να δώσω έμφαση στο ότι τα μοναδικά, αληθινά κι αξιομνημόνευτα μηνύματα προς τους αναγνώστες μου υπάρχουν μέσα στα μυθιστορήματά μου, πουθενά αλλού».
Του ΒΑΣΙΛΗ ΡΟΥΒΑΛΗ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 06/10/2007

13 Μαΐ 2008

Έρωτας είναι και χτυπά!...


Ξέρω ότι διαβάζεις τα ποστ μου, όμως δεν τα σχολιάζεις. Ξέρω ότι μελετάς τις σκέψεις μου, αλλά δεν μου το λες. Ξέρω ότι εγκρίνεις αυτά που γράφω, αλλά δεν συζητάς ποτέ γι αυτά, όταν συναντιόμαστε. Τί περίεργο αλήθεια. Το λέω αυτό αν και μου έχεις πει ότι σέβεσαι τα "ιδιωτικά" μου. Έτσι έχεις χαρακτηρίσει ότι αφορά εμένα κι εσύ δεν συμμετέχεις. "Δικαίωμα σου η ιδιωτική σου ζωή", είπες τις άλλες και συνέχισες: "εγώ δίπλα σου θέλω μόνο να είμαι, τίποτα άλλο". Δυσκολεύομαι να πιστέψω πως έχεις τόσο σεβασμό κι αγάπη για μένα.
Όμως σε παρακαλώ δέξου μια "αφιέρωση" γι αυτόν τον ξαφνικό έρωτα που προέκυψε. Ξαφνικός για μένα, ξαφνικός και για σένα μικρή μου.

ΕΡΩΤΑΣ ΕΙΝΑΙ*

Έρωτας είναι και πετάει

Κι όπου πας σε κυνηγάει

Τοξότης είναι και στοχεύει

Θέλει πάντοτε να φεύγει

Μες τα δάση τριγυρνάει

Σε ρυάκια ξεδιψάει

Δέντρα με καρδιές πληγώνει

Και με δάκρυ το πληρώνει

Κι όλο έρχεται και φεύγει

Κι όλες τις καρδιές μαγεύει

Έρωτας είναι και θυμάται

Και τις νύχτες δεν κοιμάται

Καθρεφτίζεται στις λίμνες

Τρέφεται και ζει με μνήμες

Μέρες τα κύματα μετράει

Όλα ή τίποτα ζητάει

Κι όλο στην άμμο κάτι γράφει

Θέλει ό,τι δεν υπάρχει

Κι όλο έρχεται και φεύγει

Κι όλες τις καρδιές μαγεύει

Κει που αγαπάει τα νώτα στρέφει

Και στα όνειρα επιστρέφει

Μα πάλι θέλει κι επιμένει

Και στο τέλος μόνος μένει


*του Ορφέα Περίδη

12 Μαΐ 2008

Το καλοκαίρι οι αναμνήσεις ξαναγυρίζουνε...



Η πιο "ελεύθερη" εποχή του χρόνου πλησιάζει. Οι αναμνήσεις ξαναγυρίζουνε: Αυγουστιάτικο απόγευμα σε παραλία μικρού ελληνικού νησιού και η ώρα περασμένες επτά. Προχωράς προς την ακτή γυρίζοντας από την τελευταία "κατάδυση" της ημέρας. Βαδίζεις νωχελικά στοχεύοντας την απλωμένη πετσέτα σου έχοντας από πάνω σου έναν ήλιο που είναι μαλακά ζεστός που το σώμα σου τον δέχεται σαν ευεργέτη του. Κοιτάς ψηλά και πέρα στον ορίζοντα. Ο ουρανός διάφανα γαλάζιος. Στρέφεις το βλέμμα προς τα εκεί που σκάει το κύμα. Άμμος, βότσαλα, βράχια, χώμα, λίγα σπίτια, ελάχιστο πράσινο. Τα χρώματα της φύσης έχουν γίνει πιο "απαλά" για τα μάτια σου. Στην αμμουδιά λίγα κορμιά σε διάφορες στάσεις απολαμβάνουν το τέλειωμα της ημέρας λίγο πριν τη δύση της. Μια υπέροχη μουσική διαχέεται στην ατμόσφαιρα. Τα αυτιά σου την δέχονται πολύ ευχάριστα αφού γλυκαίνουν την ψυχή σου. Από την κοντινή καντίνα ακούγεται η φωνή του αξέχαστου Bob Marley*. Είναι αυτός που πρωτοέμαθε ολόκληρον τον κόσμο ότι υπάρχει και η μουσική που -στο άκουσμα της- ενώνει διαφορετικούς λαούς και πολιτισμούς. Κάποιοι τότε πρωτοχρησιμοποίησαν τον όρο "έθνικ". Ο ίδιος ο Tζαμαϊκανός καλλιτέχνης μας την σύστησε με το όνομα "ρέγγε".

*Ο Bob Marley γεννήθηκε 6 Φεβρουαρίου του 1945 και πέθανε στις 11 Μαίου του 1981.

9 Μαΐ 2008

Φεύγω λοιπόν...


-Φεύγω λοιπόν.
-Τελικά δεν άλλαξες γνώμη.
-Ποιός να μου την αλλάξει;
-Το παιδί που κοιμάται μέσα.
-Μην το χρησιμοποιείς για άλλοθι.
-Το λέω γιατί εγώ δεν μπόρεσα.
-Μπορούσες αλλά δεν ήθελες.
-Μάλλον εσύ ψάχνεις για άλλοθι.
-Ίσως, αλλά όχι όπως το εννοείς.
-Βρήκες καινούργιο σπίτι;
-Ναι εδώ πιο κάτω.
-Τελικά γιατί φεύγεις;
-Ακόμα δε κατάλαβες, γιατί έπαψες αγάπη να θυμίζεις.
-Μή μ' αφήνεις.
-Δε σ' αφήνω εγώ αλλά εσύ.
-Τί λες τώρα;ποιός φεύγει;
-Εσύ μ' αφήνεις να σ' αφήσω.
-Είσαι εγωϊστής!
-Ναι αλλά περήφανος!
-Αν σε πίκρανα ζητάω συγνώμη.
-Το ποτήρι έχει ραγίσει.
-Εκεί που θα πας θα 'σαι καλύτερα;
-Όχι, θα 'μαι χειρότερα.
-Τότε;
-Απλά δεν θα ζω στο ψέμα.
-Σε πίκρανα έτσι;
-Ίσως φταίω εγώ.
-Πες μου σε πίκρανα τη τελευταία φορά πολύ;
-Είναι ανώφελο να συζητάμε.
-Για όνομα του θεού μή φεύγεις.
-Πολύ αργά και για τους δυο μας.
-Δηλαδή;
-Πες πως είμουνα ένας γνωστός σου που τώρα δεν υπάρχει πια.
-Όχι, δεν το παραδέχομαι.
-Πες πως με είδες εχτές στο όνειρο σου, όνειρο μέσα στα πολλά.
-Γιατί;
-Γιατί είναι πια αργά.
-Θα γυρίσεις;
-Ίσως κάποτε, ποιός ξέρει αν και η πληγή είναι βαθειά.
-Πού πας τώρα;
-Φεύγω λοιπόν...

Ένας αυθεντικός διάλογος που ελέχθει κάπου στην Αθήνα, όπου υπήρξα μάρτυρας από πρώτο χέρι.

7 Μαΐ 2008

EDOUARD MANET, ο ζωγράφος που σοκάρισε την τέχνη!...

Αυτοπροσωπογραφία
Πρόγευμα Στη Χλόη
Ξαφνιασμένη Νύμφη
Αντονίν Προυστ
Εμίλ Ζολά
Με αφορμή την συμπλήρωση εκατόν είκοσιπέντε ετών από τον θάνατο του πολύ ταλαντούχου ζωγράφου Μανέ που πολύ θαυμάζω, παραθέτω εδώ ένα μικρό "αφιέρωμα".
Ο πιο αμφιλεγόμενος καλλιτέχνης του 19ου αιώνα. Σκανδάλισε το Παρίσι και πολλάκις κατηγορήθηκε για προσβολή δημοσίας αιδούς. Ωστόσο θεωρείται θεμελιωτής της μοντέρνας τέχνης. Δεν ήταν μποέμ εκ φύσεως, μεγάλωσε σε μεγαλοαστικό περιβάλλον, είχε δάσκαλο έναν από τους μεγαλύτερους ακαδημαϊκούς ζωγράφους τους εποχής και παράλληλα θαύμαζε τους μεγάλους δασκάλους του παρελθόντος. Κέρδισεν όμως την εκτίμηση των Ιμπρεσσιονιστών, γνωστοι στους καλλιτεχνικούς κύκλους κι ως η "συμμορία του Μανέ". Δε συμμετείχε ποτέ στις εκθέσεις τους, αλλά μοιράστηκεν ιδανικά κι οράματα και συνέδεσεν άρρηκτα τ' όνομα του, μ' αυτό το κίνημα. Γεννήθηκε 23 Γενάρη στο Παρίσι, γιος του Ογκύστ και της Εζενί-Ντεζιρέ, μεγαλοαστοί. 12 χρονών φοιτά στο Κολλέγιο Ρολέν, άθλια εμπειρία με πενιχρά αποτελέσματα. Το 1848 αποτυγχάνει στις εξετάσεις της Ναυτικής Ακαδημίας. Μπαρκάρει σ' εμπορικό πλοίο κι επιστρέφει την επόμενη χρονιά, μα και πάλι αποτυγχάνει. Μαθητεύει στο ατελιέ του ζωγράφου Τομά Κουτίρ. Συνδέεται ερωτικά με τη Σουζάν Λεενόφ και το 1852 του γεννά τον γιο τους, Λεόν-Εντουάρ. Το 1858 γνωρίζει τον Μπωντλέρ και την επόμενη χρονιά απορρίπτεται στο Σαλόν το έργο του, "Πότης Αψεντιού". Το 1862 αρχίζει να φιλοτεχνεί το "Μουσική Στον Κεραμεικό". Πεθαίνει ο πατέρας του, κληρονομεί μεγάλη περιουσία και την επόμενη χρονιά παντρεύεται τη Σουζάν. Εκθέτει στο Σαλόν Των Απορριφθέντων το έργο του "Πρόγευμα Στη Χλόη" και δέχεται σκληρές επιθέσεις. 2 χρόνια μετά σκανδαλίζει ξανά το Σαλόν, με το έργο του "Ολυμπία" και ξαναδέχεται σκληρές κριτικές. 2 χρόνια μετά, δέχεται σαρκαστικά σχόλια, όταν εκθέτει στη Διεθνή Έκθεση, ωστόσο αυξάνει την επιρροή του στους νέους και μοντέρνους καλλιτεχνικούς κύκλους. Το 1870 υπηρετεί ως ανθυπολοχαγός, στο Γαλλο-Πρωσσικό Πόλεμο. Το 1874 υποστηρίζει την έκθεση των Ιμπρεσσιονιστών. Ζωγραφίζει στην ύπαιθρο με τον Μονέ και τον Ρενουάρ, στο Αρζαντέϊγ. To 1879 έχει τα πρώτα συμπτώματα της νόσου του και 2 χρόνια μετά βραβεύεται στο Σαλόν και παρασημοφορείται με το Μετάλλιο Της Τιμής. Στις αρχές του 1883 ακρωτηριάζουνε το αριστερό του πόδι. Στις 30 Απριλίου πεθαίνει σ'ηλικία 51 ετών, συνεπεία της νόσου που τον ταλαιπωρούσε τα τελευταία χρόνια.

πληροφορίες: www.peri-grafis.com

5 Μαΐ 2008

ΑΛΦΡΕΝΤ ΧΙΤΣΚΟΚ, δεν θα ξαναγεννηθεί ποτέ!...


Μέσα από αυτόν εδώ τον ιστοχώρο έχω κάνει πολλά αφιερώματα σε κάποια πρόσωπα που "σημάδεψαν" τον χαρακτήρα μου και την συμπεριφορά μου. Θα ήταν λοιπόν παράλειψη να μην αναφερθώ στον μοναδικό Χίτσκοκ μετρ των ταινιών θρίλλερ, που τον αντέγραψαν σχεδόν όλοι οι σκηνοθέτες!
Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ (Alfred Hitchcock) ήταν Άγγλος. Γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου 1899 στο Ιστ Εντ του Λονδίνου και πέθανε στις 29 Απριλίου 1980 στο Λος Άντζελες.
Ο διασημότερος σκηνοθέτης που έβγαλε ο κλασικός κινηματογράφος και για πολλούς ο καλύτερος απ'όλους. Ο πλέον σχολιασμένος, μαζί με τους Αιζενστάιν και Τσάπλιν, από κριτικούς και θεωρητικούς.Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους λίγους σκηνοθέτες που καταφέρνουν να συνδυάζουν την ποιότητα με την εμπορικότητα. Τον κινηματογράφο της υψηλής τέχνης με τον λαικό κινηματογράφο της διασκέδασης.
Αυτήν είναι η αιτία της τεράστιας δημοτικότητάς του. Γι'αυτό λατρεύεται εξίσου από κριτικούς και από απλούς θεατές. Υπήρξε μεγαλοφυής αφηγητής και βιρτουόζος της σκηνοθεσίας, με κύρια υφολογικά χαρακτηριστικά την αξεπέραστη αίσθηση του σασπένς , την αίσθηση ενός φλεγματικού (μερικές φορές και μακάβριου) χιούμορ, τον ρομαντισμό και την αγάπη του για τις ξανθές ρομαντικές ηρωίδες με επιφανειακά σεμνότυφο ύφος και με πολύ ερωτισμό στο βάθος. Γιος συντηρητικής και θρησκευόμενης οικογένειας , σπούδασε σε κολλέγιο Ιησουιτών, μια επιλογή που θα επηρεάσει τον μετέπειτα σκηνοθέτη στον υπόγειο θρησκευτικό προβληματισμό των περισσότερων ταινιών του. Από τη βιογραφία του, ένα ακόμα σημείο που πραγματικά δείχνει να έχει ξεχωριστή σημασία και να φωτίζει ως ένα σημείο τόσο τη θεματική του, όσο και την τεχνική του, είναι μια μικρή ιστορία που του άρεσε να αφηγείται ο ίδιος: όταν ήταν μικρός (τεσσάρων ή πέντε ετών), ο πατέρας του για λόγους σωφρονισμού, του έδωσε μια επιστολή και τον έκλεισε σε ένα αστυνομικό τμήμα. Ο αρχιφύλακας τη διάβασε κι ύστερα τον έκλεισε για λίγη ώρα σ'ένα κελί λέγοντάς του: "Nα τι κάνουμε στα κακά παιδιά".Το μοτίβο του αθώου που κατηγορείται άδικα και στη συνέχεια προσπαθεί απεγνωσμένα να ξεφύγει από τον κλοιό των φαινομενικών γεγονότων για να αποδείξει την αθωότητά του, κυρίαρχο μοτίβο του έργου του, φαίνεται να είναι η εφιαλτική προέκταση εκείνης της μέρας στο αστυνομικό τμήμα.
Ο Χίτσκοκ ως αντιστάθισμα της παιδικής επιφυλακτικότητας και δειλίας, ανέπτυξε μια μεθοδικότητα στις ταινίες του, που εκδηλώθηκε με την δημιουργία ενός γερά δομημένου ντεκουπάζ και έναν αυστηρό έλεγχο επάνω σε κάθε στοιχείο της ταινίας. Ο Χίτσκοκ αντιπαθούσε και έτρεμε στην ιδέα του Χάους και επιζητούσε την Τάξη. Η ένταση ανάμεσα στην Τάξη και το Χάος είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των ταινιών του.Εκφράζει τον βαθιά ριζωμένο φόβο του για το χάος που εξαπλώνεται, με ποικίλους τρόπους. Καθιστά τους χαρακτήρες του αδύναμους, αντικαθιστώντας την πραγματικότητα με την αυταπάτη και το αντίθετο. Αυτό συχνά το κάνει με σκηνικά που θυμίζουν θεατρικές σκηνές. Τοποθετεί τους χαρακτήρες του σε κλειστούς χώρους που προκαλούν περισσότερο ασφυξία και παράλυση παρά ασφάλεια και σιγουριά.Χαρακτηρίστηκε "μετρ του σασπένς". Η περιβόητη χιτσκοκική σασπένς δεν είναι παρά η αναστολή, η εκκρεμότητα ενός πόθου, που περιμένει να εκπληρωθεί να ικανοποιηθεί. Ας σταθούμε για λίγο εδώ. "Σασπένς" (αναμονή, εκκρεμότητα) ονομάζουμε γενικά την αφηγηματική τεχνική με την οποία ο σκηνοθέτης προσπαθεί να παρατείνει την αγωνία του θεατή και να του τονώσει έτσι το ενδιαφέρον για το υπόλοιπο της ταινίας. Το σασπένς δεν έχει σχέση με το σενάριο στο στάδιο της γραφής του, όπως πιστεύουν κάποιοι.Το σασπένς πετυχαίνεται μόνο με σκηνοθετικά μέσα, χωρίς όμως να ανήκει στα αμιγώς σκηνοθετικά "εργαλεία". Στην ουσία είναι μια εντελώς ιδιαίτερη αίσθηση του ρυθμού και των ψυχολογικών συνεπειών που αυτός έχει στους θεατές, πράγμα που σημαίνει ότι δεν διδάσκεται πουθενά. Είτε το έχεις μέσα σου, είτε δεν το έχεις.
Είναι κατ'αρχάς μια επιμήκυνση των αφηγηματικών χρόνων, προκειμένου να μην φανερωθεί (ή εκπληρωθεί) αμέσως κάποιο σημαντικό στοιχείο της ιστορίας, αλλά λίγο αργότερα, όταν ο σκηνοθέτης θεωρήσει κατάλληλη την στιγμή για να το κάνει. Αυτό γίνεται για να αυξηθεί η αγωνία της αναμονής στον θεατή, ενώ ως πιο κατάλληλος χρόνος για να φανερώσει (ή εκπληρώσει) ο σκηνοθέτης αυτό που κρατά κρυμμένο (ή ανεκπλήρωτο), είναι εκείνη η στιγμή όπου η αγωνία του θεατή έχει φθάσει στο ζενίθ.Αν όμως ο σκηνοθέτης παρατείνει την αποκάλυψη, (ή καθυστερήσει την εκπλήρωση) λίγο περισσότερο απ'αυτό το σημείο της κορύφωσης της αγωνίας, ο θεατής θ'αρχίσει να αισθάνεται βαριεστημάρα και ν'αντιδρά αρνητικά.Αν η αποκάλυψη γίνει πριν απ'αυτό το κορυφαίο σημείο της αγωνίας, θά'χουμε βεβαίως σασπένς, αλλά όχι το καλύτερο δυνατό, σαν αυτό δηλαδή που δημιουργούσε ο Χίτσκοκ.Από την άλλη το σασπένς είναι μια σμίκρυνση των αφηγηματικών χρόνων, τη στιγμή ακριβώς που ο θεατής θα περίμενε μια επιμήκυνση, όπως επίσης και το να δίνονται διαστάσεις σημαίνοντος γεγονότος σε μια εντελώς ασήμαντη λεπτομέρεια (ώστε το όντως σημαντικό γεγονός να λειτουργήσει σαν λεπτομέρεια, που έρχεται και παρέρχεται αστραπιαία προκαλώντας σοκ).Τα βασικά θέματά των ταινιών του περιλαμβάνουν: α) τα ασαφή όρια ανάμεσα στην ενοχή και την αθωότητα, β) τη μεταφορά της ενοχής από ένα άτομο σε ένα άλλο, γ) την εξομοίωση της γνώσης και του κινδύνου.Οι ταινίες του βρίθουν επίσης από ψυχαναλυτικές αναφορές (οιδιπόδεια συμπλέγματα ευνουχισμού, αισθήματα ενοχής, φόβο για την αδηφάγο μητέρα που καταβροχθίζει, μεταβίβαση προσωπικότητας, σχιζοφρένεια, σεξουαλικές διαστροφές, κ.ο.κ), ενώ επίμονα είναι τα σχόλιά του για την σχέση του "είναι" και του "φαίνεσθαι" των πραγμάτων και την σχέση θεάματος και πραγματικότητας.
Μία από τις μεγαλύτερες αρετές των ταινιών του Χίτσκοκ είναι η κατασκευή σε αυτές πολλών επιπέδων ανάγνωσης (ή "άρθρωση μιας δεύτερης γλώσσας" κατά Μπάρτ). Υπάρχει ένα πρώτο επίπεδο (το πιο φανερό), αυτό της πλοκής με την ενδιαφέρουσα αφήγηση μιας ιστορίας που ευχαριστεί τον θεατή, αλλά υπάρχουν και άλλα επιπεδα βαθύτερα, στα οποία αρθρώνονται τα πιο ουσιαστικά μηνύματα του έργου. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μπάμπης Ακτσόγλου στο θαυμάσιο βιβλίο του "Άλφρεντ Χίτσκοκ" (εκδ. Αιγόκερως): "Πίσω από την ψυχαγωγική και σχετικά ανάλαφρη ίντριγκα των ταινιών του, υπάρχει ένα δομικό πλέγμα, μια σειρά από σχέσεις, διεργασίες και σημάνσεις, που διαπερνούν το χιτσκοκικό κείμενο και το κάνουν τόσο στα μάτια του θεατή, όσο και του αναλυτή, ένα από τα πιο ηδονικά και πλούσια σ'ερμηνείες κείμενα".Ένα άλλο χαρακτηριστικό των ταινιών του, είναι η συχνή παρουσία του ίδιου σε αυτές (όχι σαν ηθοποιός αλλά σαν κομπάρσος που εμφανίζεται φευγαλέα σε κάποιο πλάνο και εξαφανίζεται σχεδόν αμέσως). Η παρουσία του Χίτσκοκ στις ταινίες ερμηνεύτηκε ως αποτέλεσμα όχι μόνο της επιθυμίας του να παρατηρεί και να ελέγχει, αλλά και της διαρκούς αναζήτησης για επαφή με τους χαρακτήρες του. Η παρουσία του στην οθόνη είναι μια φανερά παιχνιδιάρικη υπογραφή του, που μαρτυράει τον έλεγχο που ασκεί πάνω στην αφήγηση και στον κόσμο τον οποίο δημιουργεί.Ο Χίτσκοκ έχει επαινεθεί για την ικανότητά του "να μπαίνει μέσα στο μυαλό" των χαρακτήρων του και συγχρόνως να τοποθετεί κι εμάς εκεί. Αυτό το κατορθώνει χρησιμοποιώντας με έξυπνο τρόπο διάφορες τεχνικές ταύτισης και υποκειμενικά πλάνα (τα πλάνα που μας δείχνουν αυτό που βλέπει ένας χαρακτήρας), αλλά και (κατά καιρούς) μέσα από επιδρομές, όπως θα μπορούσαμε να τις αποκαλέσουμε, της κάμερα. Όλα αυτά είναι μέρος της μεγάλης του επιθυμίας να μας φέρει όσο το δυνατόν πιο κοντά - κυριολεκτικά, ψυχολογικά, πνευματικά - στον κόσμο του δικού του μυαλού, καθώς τον βλέπουμε να υλοποιείται μέσα από τις ταινίες του.
Μία από τις πιο έξοχες πλευρές του Χίτσκοκ, είναι η ικανότητά του να κάνει φάρσες, η σκανταλιάρικη πλευρά του, που απολαμβάνει να απομυθοποιεί, να χλευάζει και να αποσυνθέτει τους τόσο δαιμόνιους μύθους του.Αν και Άγγλος γύρισε τις καλύτερες ταινίες του στην Αμερική. Η αγγλική του περίοδος περιλαμβάνει την δεκαετία του '20 και '30, ενώ η αμερικάνικη ξεκινά από το 1940 όπου σκηνοθετεί την "Ρεβέκα", ένα κομψοτέχνημα ακαδημαϊκού ύφους. Από τα μέσα της δεκαετίας του '40 ("Υπόθεση Νοτόριους"), μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '60 ("Ψυχώ"), δημιούργησε μια σειρά από έξοχες ταινίες, θαυμαστής εκφραστικής τελειότητας, με κυρίαρχο θεματικό μοτίβο τη φαινομενική ενοχοποίηση αθώων ηρώων και την απελπισμένη εκ'μέρους τους αναζήτηση της αλήθειας. Η δεκαετία του '50 ήταν η πιο γόνιμη απ'όλες. Τότε γύρισε τα τέσσερα μεγάλα του αριστουργήματα: τον "Σιωπηλό μάρτυρα" (1954), τον "Δεσμώτη του Ιλίγγου" (1958), το "Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων" (1959) και την "Ψυχώ" λίγο αργότερα ( το 1960).
Οι σημαντικότερες ταινίες του Χίτσκοκ είναι: " Ο εκβιασμός" (1929) η πρώτη ομιλούσα ταινία του, μια ιδιότυπη εκδοχή του χριστιανικού μύθου του "αίροντα της αμαρτίας του άλλου", στην οποία ο Χίτσκοκ υποβάλλει την ιδέα ότι ο καθένας μας είναι εν δυνάμει φονιάς, "Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά" (1934), την οποία ξαναγύρισε σε ριμέικ το 1956 και στην οποία συναντάμε για πρώτη φορά συγκεντρωμένα σχεδόν όλα τα μόνιμα θέματά του: η απαγορευμένη γνώση, η τιμωρία της περιέργειας,η περιπέτεια και δοκιμασία των ηρώων ως πορεία προς την εξιλέωση, ο υποβλητικός χώρος του θεάτρου, κλπ. "Τα 39 σκαλοπάτια" (1935) η καλύτερη ίσως ταινία της αγγλικής περιόδου του (πριν φύγει για την Αμερική και το Χόλιγουντ το 1940), "Η Ρεβέκα" (1940) η πρώτη αμερικάνικη ταινία του, με μια υποβλητική ατμόσφαιρα μυστηρίου στα όρια του φανταστικού, που τιμήθηκε με Όσκαρ καλύτερης ταινίας και στάθηκε μεγάλη εμπορική επιτυχία, "Το χέρι που σκοτώνει" (1943), ένα ψυχολογικό θρίλλερ πάνω στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα και στις ενοχές που σημαδεύουν τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα μιας έφηβης, ταυτόχρονα μια θαυμάσια ρεαλιστική σκιαγράφηση της ατμόσφαιρας και του μικρόκοσμου μιας αμερικάνικης επαρχιακής κωμόπολης, "Η σωσίβια λέμβος" (1944) που αφηγείται τις περιπέτειες μιας ομάδας ναυαγών μέσα σε μια βάρκα και τις μεταξύ τους συγκρούσεις για το τι πρέπει να κάνουν με έναν Γερμανό αιχμάλωτο, ένα σκηνοθετικό επίτευγμα δεδομένου ότι η ταινία γυρίστηκε στο εσωτερικό ενός στούντιο, ενώ έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι στην μέση του ωκεανού, το "Νοτόριους" (1946) μια εκπληκτική ταινία κατασκοπίας με την οποία ξεκινά ουσιαστικά η πραγματικά μεγάλη περίοδος στο έργο του Χίτσκοκ, μια ταινία αποθέωση του ρομαντισμού, ισάξια της "Καζαμπλάνκα" στις ερωτικές της σκηνές (η σκηνή του φιλιού ανάμεσα στον Κάρι Γκράντ και στην Ίνγκριντ Μπέργκμαν αποτελεί πλέον κομμάτι ανθολογίας, όπως εξάλλου το πλάνο - σεκάνς που αρχίζει με τη γενική εικόνα ενός πάρτι στο σπίτι του Κλόντ Ρέινς και τελειώνει με το γκρό - πλάνο του χεριού της Μπέργκμαν που κρατά ένα κλειδί, μικρό δείγμα της απαράμιλλης σκηνοθετικής δεξιοτεχνίας στην οποία θα μας συνηθίσει από δω και πέρα ο μέτρ), "Η θηλειά" (1948) η μοανδική ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου που γυρίστηκε χωρίς καμία διακοπή στην λήψη της κάμερα (δημιουργώντας έτσι την ψευδαίσθηση ότι όλη η ταινία είναι ένα μόνο πλάνο - σεκάνς), εκτός από τις στιγμές εκείνες που τελείωνε το φίλμ (κάθε δέκα λεπτά δηλαδή), μια ταινία με νιτσεϊκούς απόηχους στην θεματολογία της, "Ο άγνωστος του Εξπρές" (1951) στην οποία εικονογραφείται με τον πιο γλαφυρό τρόπο μια έμμονη ιδέα στο έργο του Χίτσκοκ, δηλαδή το θέμα της μεταβίβασης της ενοχής.
Ακολουθούν τα μεγάλα αριστουργήματά του: "Ο Σιωπηλός μάρτυρας" (1954) αν και φαινομενικά θρίλλερ μυστηρίου είναι στην πραγματικότητα μια σπουδή στην ηδονοβλεψία καθώς και στους νόμους που διέπουν το κινηματογραφικό θέαμα, ένα ειρωνικό σχόλιο πάνω στη σχέση θεατή/θεάματος (ο φωτογράφος με το σπασμένο πόδι θα μπορούσαμε να πούμε πως συμβολίζει τον ακινητοποιημένο σε μια καρέκλα, θεατή του κινηματογράφου, που αντικρύζει σε μια οθόνη ιστορίες άλλων, είναι δηλαδή ο τέλειος "ηδονοβλεψίας" και το "βλέμμα" του είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής της ταινίας), ο "Δεσμώτης του Ιλίγγου" (1958) , μία από τις πλέον αγαπημένες μου ταινίες, το πιο παράξενο, υποβλητικό και πυκνό έργο του Χίτσκοκ, στο οποίο προσεγγίζει τα λεπτά όρια ανάμεσα στο φαίνεσθαι και στο είναι και μας παρασύρει σε μια υπέροχη ιστορία νοσηρού, αλλά τρελού έρωτα, γεμάτη από φαντάσματα, ψεύτικους νεκρούς, γυναίκες - ομοιώματα κι ερωτευμένους άντρες, οι οποίοι αν και ασκούν το επάγγελμα του ντεντέκτιβ, αδυνατούν να ερμηνεύσουν τα σημάδια της πραγματικότητας, "Στην σκιά των τεσσάρων γιγάντων" (1959) μία έξοχη, παιχνιδιάρικη, κατασκοπική περιπέτεια, με θαυμάσιους αφηγηματικούς χειρισμούς, το "Ψυχώ" (1960), ένα μυθικό απρόμαυρο θρίλλερ τρόμου, η μεγαλύτερη εμπορική του επιτυχία, ταινία πρότυπο για εκατοντάδες θρίλλερ με το αριστουργηματικό ντεκουπάζ της σκηνής του μπάνιου ( μία σκηνή ανθολογίας), τον "ευνουχισμένο" Νόρμαν Μπέιτς (η πιο εντυπωσιακή φιγούρα παράφρονα στον κινηματογράφο) και την επιβλητική του αρχιτεκτονική δομή ( "όπου ένα κάθετο συγκρότημα - το σπίτι της μητέρας του Νόρμαν Μπέιτς πάνω στο λόφο - δεσπόζει και επιβλέπει ένα οριζόντιο αρχιτεκτονικό συγκρότημα - το μοτέλ. Ο πρώτος χώρος είναι εκείνος του απαγορευμένου, βασίλειο της κακιάς μητέρας - ευνουχίστριας, που η απειλητική σκιά της πλανάται στα παράθυρα. Ο δεύτερος χώρος, φαινομενικά φυσιολογικός είναι εκείνος των ανεκπλήρωτων ερωτικών πόθων. Ο τρόμος στο Ψυχώ γεννιέται από την διαλεκτική σχέση αυτών των δύο χώρων, που κανείς δεν διασχίζει ατιμώρητα εκτός από τον Νόρμαν Μπέιτς, ο οποίος τους κατοικεί φυσιολογικά μια και είναι διχασμένη προσωπικότητα" Μπάμπης Ακτσόγλου), "Τα πουλιά" (1963) ένα νέο σκηνοθετικό επίτευγμα, που προαναγγέλει τις ταινίες καταστροφής της δεκαετίας του ΄70.
Δύο άλλες πολύ καλές του ταινίες είναι το "Ποιός σκότωσε τον Χάρρυ" (1956) με την πιο όμορφη έγχρωμη φωτογραφία στο έργο του μετρ και το ρημέικ του "Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά" (1956), από τις σπάνιες περιπτώσεις που το ρημέικ είναι καλύτερο του πρωτότυπου, με μια σκηνή ανθολογίας προς το τέλος της, στο Άλμπερτ Χώλλ του Λονδίνου, μοντέλο του χιτσκοκικού σασπένς, ίσως η καλύτερη στιγμή που έδωσε ποτέ το χιτσκοκικό έργο και αναμφισβήτητα το πιο τέλειο παράδειγμα της τεχνικής μαεστρίας του Χίτσκοκ, τόσο από πλευράς δημιουργίας ατμόσφαιρας, όσο και τεχνικού περφεξιονισμού.
Πληροφορίες από το εξαιρετικό blog του "cinema".

4 Μαΐ 2008

Και τώρα πρόσω ολοταχώς για το Καλοκαίρι!...


Επέστρεψα αλλά σε λίγο ξαναφεύγω. Μπήκαμε πια σε "πορεία καλοκαιρινή", και όπου να 'ναι κάπου θα δέσουμε!...
ακούγοντας και ωραίες μουσικές: