27 Δεκ 2007

Ο Άγιος Βασίλης του μικρού Ντέγιαν...


- Μπαμπά, πιστεύεις στον Άγιο Βασίλη; ρώτησε ο Ιάσων λίγο πριν την τελευταία καληνύχτα.
- Ναι αγόρι μου… βέβαια, ήταν η απάντηση με κάποιο δισταγμό.
- Εσύ όμως, μου’ χεις πει, ότι πιστεύεις μόνο σε ό,τι μπορείς να δεις, επέμενε ο μικρός, με την αθωότητα της ηλικίας των επτάμισυ χρόνων.
- Συμφωνώ, αλλά να’ σαι σίγουρος, πως στα παιδάκια που δεν κοιμούνται, ο Άγιος Βασίλης δεν φέρνει δώρα, ανταπάντησε ο πατέρας του κάνοντας προσπάθεια να φανεί αυστηρός, νιώθοντας λιγάκι ένοχος που είχε πρόσφατα προσπαθήσει να εξηγήσει στον γιο του γιατί δεν πίστευε κάπου, αλλά και τι σημαίνει άθεος, όπως ήταν ο ίδιος. Τελικά μάλλον τον είχε μπερδέψει περισσότερο.
- Ναι, αλλά ξέρεις, η δασκάλα σήμερα στο σχολείο μας είπε, ότι δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης και ότι τα δώρα μας τα φέρνουν οι γονείς μας. Δηλαδή μου ’λεγες ψέματα τόσο καιρό; απάντησε με φωνή όλο παράπονο ο Ιάσων που δεν έλεγε να κοιμηθεί.
Του ’ρθε λίγο ξαφνικό το τελευταίο του Φραγκίσκου. Η οικογένειά του ήταν πάππου προς πάππου έμποροι με βενετσιάνικες καταβολές και οι περισσότεροι Καθολικοί στο θρήσκευμα. Άλλωστε και ο ίδιος είχε βαπτιστεί στον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, στην μητρόπολη των Καθολικών της Αθήνας. Άλλο που ο ίδιος αργότερα, έφηβος ων, μετά από ενδελεχείς αναζητήσεις, είχε καταλήξει να αποκηρύξει όλες τις θρησκείες. <<Η θρησκεία είναι το δηλητήριο του λαού>> έλεγε συχνά, <<όχι το όπιο, γιατί αυτό ίσως είναι και ευχάριστο για μερικούς>>. Και συμπλήρωνε, <<διχάζει το λαό και απομονώνει το άτομο>>. Η παράδοση όμως του Άγιου Βασίλη, περιέργως στην ψυχή του ήταν δυνατή. Και μάλιστα την είχε περάσει και στην γυναίκα του τη Ρεβέκκα αν και η ίδια είχε εβραϊκές ρίζες.
- Ναι, ίσως και να μην υπάρχει Ιάσονα μου, απάντησε μετά από σκέψη.
- Όχι, όχι, όχι! Υπάρχει, υπάρχει, υπάρχει!, φώναξε με πείσμα ο Ιάσων και θα μου φέρει ένα αδελφάκι που σας το ζητάω τόσο καιρό, συμπλήρωσε με το γνωστό παραπονιάρικό του ύφος.
- Καλά αγόρι μου υπάρχει, τον καθησύχασε εκείνος, μετανιώνοντας για την προηγούμενη του φράση. <<Αυτό έλειπε τώρα, η δασκάλα να μας χαλάσει το παραμύθι του Άγιου Βασίλη>>, σκέφτηκε. Κοιμήσου τώρα αγοράκι μου, ξημερώνει Πρωτοχρονιά και το πρωί έχουμε να ανοίξουμε τα δώρα μας. Καληνύχτα! Και πριν απομακρυνθεί έσκυψε και τον φίλησε.
- Καληνύχτα μπαμπάκα, αλλά εγώ ξέρεις τι δώρο θα ήθελα, απάντησε ο μικρός με ένα χασμουρητό στα λόγια του.
Ο Φραγκίσκος έφυγε από το υπνοδωμάτιο πατώντας σιγά και πήγε για το σαλόνι. Κατεβαίνοντας την σκάλα έφτασε στο μπαράκι που ήταν από κάτω. Σερβίρισε τον εαυτό του ένα ποτήρι κρασί, και κάθισε αναπαυτικά στην αγαπημένη του μπρεζιέρα που ήταν δίπλα στο τζάκι. Άπλωσε τα πόδια του στο υποπόδιο και έστρεψε το βλέμμα του στην φωτιά που έκαιγε, αφήνοντας το να βυθισθεί μέσα της. Αυτό τον χαλάρωσε. Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν περασμένες δυο μετά τα μεσάνυχτα. Πήρε την φωτογραφία του γιου του που ‘χε στο μικρό τραπεζάκι δίπλα από εκεί που καθόταν, και κοιτώντας την μουρμούρισε:<< Έχει δίκιο το παιδί να θέλει αδερφάκι. Τι φταίει αυτό, που εγώ και η μητέρα του τεμπελιάσαμε από εγωισμό και δειλία. Ας είναι όμως. Τώρα θα αλλάξουν τα πράγματα.>> Ρούφηξε δυο γουλιές κρασί και συνέχισε να αναλογίζεται το πρόσφατο παρελθόν. Ήταν οι πρώτες ώρες του νέου χρόνου και αυτό ανέκαθεν τον εξιτάριζε.Συνέχισε να περιπαίζει με τις σκέψεις του και η θύμηση τον πήγε ένα χρόνο πίσω. Την προηγούμενη παραμονή Πρωτοχρονιάς. Έκλεισε τα μάτια. Όλα φαίνονταν σαν να ξετυλίγονταν, εκ νέου, μπροστά του…

- Κύριε, το παιδί είναι ζωντανό!, φώναξε με χαρά ο νεαρός πυροσβέστης, είναι το πνεύμα των ημερών, θαύμα!
Πράγματι, παρ’ όλο που η σύγκρουση ήταν σφοδρότατη και παρ’ όλες τις προσπάθειες των πυροσβεστών να απεγκλωβίσουν γρήγορα τους επιβάτες από το ΙΧ, το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό. Δύο άνθρωποι βρίσκονταν στα μπροστινά καθίσματα έχοντας υποκύψει στα τραύματα τους. Όμως να που το αγοράκι τους, μόλις εξήμισυ χρόνων, ήταν σώο και αβλαβές, στερεωμένο στο καθισματάκι του τυλιγμένο με μια κουβέρτα. Ο Φραγκίσκος είχε ειδοποιηθεί μόλις δέκα λεπτά μετά το δυστύχημα, καθώς περαστικοί γείτονες είχαν αναγνωρίσει το αυτοκίνητο της εταιρίας του, το οποίο πριν από λίγο βρισκόταν σπίτι του. Είχε καλέσει τους υπαλλήλους του, τον Άριαν και την Κορνέλια μαζί με τον γιο τους, για να αλλάξουν όλοι μαζί το χρόνο. Ήταν ένα γλυκύτατο ζευγάρι, μετανάστες, εκείνος από τα Σκόπια και εκείνη από την Ρωσία. Είχαν γνωριστεί και παντρευτεί στην Ελλάδα, αποκτώντας ένα τετραπέρατο αγόρι συνομήλικο με τον Ιάσονα.
Σήμερα, ένα χρόνο μετά, δεν είχε ξεπεράσει τις τύψεις που τον βάραιναν. Ένιωθε συνεργός στο δυστύχημα, επειδή δεν είχε κρατήσει τους καλεσμένους του να κοιμηθούν στο σπίτι του, όπως επέμενε ικετευτικά ο μοναχογιός του. Και αυτό γιατί ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, είχε σχεδιάσει να πάει για σκι στο βουνό. Τι το ’θελε; Για να καταπνίξει τις Ερινύες του, αλλά και γιατί αγαπούσε πολύ τον μικρό Ντέγιαν αλλά και τους μετανάστες γενικότερα, ξεκίνησε με λύσσα μια δικαστική διαμάχη με τον άνθρωπο που προκάλεσε το τροχαίο. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αγωνίστηκε με πάθος – τρέχοντας παντού - για την υιοθεσία του ορφανού. Όταν δε, κάποιοι συγγενείς έμαθαν τα καθέκαστα, και τόλμησαν να έχουν ενστάσεις, η απάντησή του ήταν απόλυτη: <<Είμαστε όλοι μετανάστες>>.
Ήταν ένας αγώνας διμέτωπος, που όμως είχε φτάσει στο τέλος του. Υπήρξε άλλωστε τυχερός γιατί ο εισαγγελέας που ανέλαβε την υπόθεση κινήθηκε αυτεπάγγελτα και με την διαδικασία του κατεπείγοντος. Υπήρχαν μάρτυρες στο περιστατικό οι οποίοι είδαν τον οδηγό μιας νταλίκας να κινείται στο αντίθετο ρεύμα και να ρίχνει το τεράστιο όχημα του σχεδόν πάνω στο ΙΧ όπου επέβαιναν ο Άριαν, η Κορνέλια και το μοναχοπαίδι τους. Ο νταλικέρης πάτησε με δύναμη όλα τα φρένα, αλλά δεν τα κατάφερε. Ήταν σχεδόν τύφλα στο μεθύσι. Η τροχαία που έφτασε σχετικά γρήγορα, δεν δυσκολεύτηκε να βγάλει συμπέρασμα για να ένα σχεδόν ειδεχθές, όπως αποδείχτηκε αργότερα, έγκλημα. Και ο αυτουργός ήταν εκεί ανήμπορος να αντιδράσει, ούτε με το σώμα, ούτε με το πνεύμα. Ήταν ένας άντρας 35 χρόνων με ένα σταυρό για τατουάζ στο ένα του μπράτσο. Στο παρμπρίζ δε του οχήματος του υπήρχε ένα φανταχτερό αυτοκόλλητο που έγραφε: Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ, και από κάτω ένα μικρότερο: ΕΞΩ ΟΙ ΞΕΝΟΙ. Τελικά ο τύπος είχε καταφέρει να εξολοθρεύσει δυο <<εχθρούς>> του .
Τουλάχιστον όμως, αυτή η πικρή ιστορία είχε αίσιο τέλος. Το δικαστήριο είχε εδώ και λίγες μέρες βγάλει την απόφαση του. Το σκεπτικό ήταν, ότι αφού ο μικρός Ντέγιαν δεν είχε πουθενά συγγενείς να εκδηλώσουν ενδιαφέρον για την ζωή του - παρ’ όλες τις ενέργειες που ακολουθήθηκαν από τους αρμόδιους φορείς του Ελληνικού κράτους - δικαιωματικά ένα χρόνο μετά, πέρναγε στην κηδεμονία του Φραγκίσκου και της Ρεβέκκας.
Κάπου μ’ αυτές τις σκέψεις, κοίταξε το μεγάλο ρολόι που βρισκόταν στο διάδρομο που χώριζε το μικρό καθιστικό από την βιβλιοθήκη του σπιτιού. Η ώρα είχε πάει ήδη τέσσερις παρά. Ένοιωσε κάπως ιδρωμένος. Η νύχτα του φαινόταν μεγάλη. Στις επτά ακριβώς θα πήγαινε να παραλάβει το καινούργιο μέλος της οικογένειας. Ένοιωθε όμως και ζαλισμένος από το αρκετούτσικο κρασί που είχε ήδη πιει απόψε. Φέτος είχε διοργανώσει ένα ρεβεγιόν Πρωτοχρονιάς μόνο για εκείνον, την γυναίκα του και το παιδί του. Και η αλήθεια είναι ότι και οι τρεις τους είχαν περάσει υπέροχα. Κάνοντας διάφορες ευχάριστες σκέψεις για το πώς θα ήταν η ζωή τους από εδώ και πέρα αποκοιμήθηκε.
Πετάχτηκε ξαφνικά επάνω βλέποντας ότι η ώρα ήταν ήδη επτά παρά. Ντυμένος καθώς ήταν, βούτηξε τα κλειδιά του αυτοκίνητου, και πατώντας στις μύτες ανέβηκε γρήγορα τη σκάλα που οδηγούσε στον επάνω όροφο. Βημάτισε προσεκτικά περνώντας από τις κρεβατοκάμαρες. Η Ρεβέκκα κοιμόταν βαριά, το ίδιο και ο Ιάσων, έχοντας μάλιστα ένα χαρακτηριστικό χαμόγελο στο ύφος του. Χαμογέλασε και ο Φραγκίσκος και κατευθύνθηκε για την γκαρνταρόμπα του σπιτιού. Εκεί τράβηξε ένα σακάκι και έφυγε σβέλτα, κατεβαίνοντας πάλι την σκάλα, αυτή τη φορά προς την πόρτα του γκαράζ. Μπήκε στο αυτοκίνητο και οδηγώντας το έξω στο δρόμο κατέβασε το παράθυρο. Ένοιωσε τον παγωμένο αέρα να του χαϊδεύει το πρόσωπο. Αισθανόταν καλύτερα. Κοίταξε προς τον ουρανό. Ψιλοχιόνιζε. Έπιασε τον εαυτό του να μιλάει μόνος του. <<Είμαστε τρεις και ευτυχισμένοι, ευκαιρία να γίνουμε τέσσερις.>> Η χαρά του ήταν διπλή γιατί πρωτίστως θα πρόσφερε ευτυχία σε δυο παιδιά. Τώρα το συνειδητοποιούσε.
Όταν γύρισε δεν ήταν μόνος. Πλάι του βρισκόταν ο Ντέγιαν. Ανυπόμονος να δει τα αγαπημένα του πρόσωπα, στάθμευσε το αυτοκίνητο έξω στο δρόμο. Ανέβηκε τα σκαλιά της εξώπορτας και καλώντας τον Ντέγιαν που στεκόταν σιωπηλός, γύρισε αργά το κλειδί της πόρτας. Μπαίνοντας μέσα διαπίστωσε πως ακόμα κοιμόντουσαν. Η ώρα είχε πάει εννέα και μισή. Είχε αργήσει με τα διαδικαστικά του ιδρύματος. Προχώρησε με τον Ντέγιαν μέχρι το Χριστουγεννιάτικο δέντρο που έστεκε πελώριο, κατάφωτο και βαριά στολισμένο μπροστά στην μπαλκονόπορτα του μεγάλου καθιστικού.
- Περίμενε για λίγο Ντέγιαν αγόρι μου, είπε ευγενικά και κατόπιν άρχισε να φωνάζει τραγουδιστά: <<Χρόνια πολλά καλή Π-ρ-ω-τ-ο-χ-ρ-ο-ν-ι-ά! Ανοίγουμε δ-ώ-ρ-α.>> Ακούστηκαν βήματα από επάνω. Πήρε θάρρος και φώναξε τώρα πια με περισσότερο ενθουσιασμό: <<Για περάστε, για περάστε, πλησιάστε και κοπιάστε. Δώρα για μικρούς και μεγάλους>> και έκανε νόημα στον Ντέγιαν να κρυφτεί πίσω από το έλατο.
- Μπαμπά, μπαμπά!, αποκρίθηκε ο Ιάσονας.
- Έλα Φραγκίσκο, ακούστηκε και η Ρεβέκκα.
Οι δυο άνθρωποι που αγάπησε όσο τίποτα στον κόσμο ξεπρόβαλαν από τα δωμάτιά τους. Ο γιος του μάλιστα ξεχύθηκε προς το μέρος του.
- Σιγά, περίμενε Ιάσων, είπε ο πατέρας του. Πρώτα το δώρο της μαμάς και μετά το δικό σου το καλό, συμπλήρωσε με νόημα κοιτάζοντας την γυναίκα του που πλησίαζε σιγά σιγά και αυτή.
Τότε τράβηξε γρήγορα κάτω από το γιορτινό δέντρο ένα βελούδινο δαμασκηνί κουτί και το πρόσφερε στην σύντροφό του.
- Σε ευχαριστώ άγγελέ μου, του ψιθύρισε εκείνη με συγκίνηση.
- Το βιβλίο που ήθελες τόσο πολύ, της είπε αφοπλιστικά.
Μέσα απ’ το κουτί ξεπρόβαλλε ένας δερματόδετος σπάνιος τόμος του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, σπάνιο αντίτυπο του περασμένου αιώνα σχετικά με τα Φαγιούμ της Αιγύπτου. Η Ρεβέκκα ήταν αρχαιολόγος στο επάγγελμα. Μάλιστα εδώ και λίγα χρόνια έκανε καριέρα ερευνώντας τις αρχαιότητες της πατρίδας των Φαραώ, κάνοντας συχνά το δρομολόγιο Αθήνα-Λονδίνο-Κάιρο. Έμοιαζε πολύ ευτυχισμένη και με παιδική ορμητικότητα φίλησε τον δωρητή της, μη ξεκολλώντας τα μάτια της από το πολύτιμο κειμήλιο.
- Μπαμπά εγώ; ψέλλισε σχεδόν απελπισμένα ο Ιάσων.
- Εσύ;, είπε ρωτώντας ο μπαμπάς. Μην ανησυχείς, σου΄ χω ότι πιο πολύτιμο δώρο μπορεί να έχει ένα παιδί. Κοίταξε πίσω από το έλατο, συμπλήρωσε προστάζοντάς τον περιπαιχτικά. Ο Ιάσων προχώρησε προς το δέντρο και με λίγο φόβο αλλά και συνάμα μεγάλη περιέργεια προχώρησε πίσω του. Η έκπληξη του ήταν μεγάλη όταν αντίκρισε τον Ντέγιαν.
- Εσύ εδώ; κατάφερε να πει με απορία κοιτάζοντας τον από πάνω έως κάτω.
- Σ΄ αρέσει το δώρο σου; Ο Ντέγιαν θα μείνει μαζί μας για πάντα. Είναι το αδελφάκι που τόσο ήθελες, είπε συγκινημένος ο Φραγκίσκος.
Ο Ιάσων είχε μείνει άναυδος. Του πήρε λίγα δεπτερόλεπτα για να συνέλθει και να μπορέσει να πει σιγά <<σας ευχαριστώ.>>
- Μην ευχαριστείς εμάς αλλά τον Άγιο Βασίλη παιδί μου. Μόνο αυτός θα μπορούσε να κάνει τέτοιο θαύμα. Γιατί το να συμβεί αυτό, μόνο θαύμα μπορείς να το πεις!, είπε η Ρεβέκκα προσπαθώντας να κρατήσει ένα δάκρυ που τρεμόπαιζε στην άκρη του ματιού της.
- Είδατε που σας είχα πει ότι υπάρχει Άγιος Βασίλης; φώναζε ο μικρός και έτρεξε να αγκαλιάσει τους γονείς του. Κατόπιν πήρε τον <<αδερφό>> του από το χέρι και έφυγαν για το δωμάτιο του, ξεχνώντας πάνω στον ενθουσιασμό του να προσφέρει κι αυτός τα δώρα του – κάτι όμορφες ζωγραφιές του – που είχε κρύψει πίσω από τη φάτνη των Χριστουγεννιάτικου δέντρου.
- Ευχαριστώ πολύ, σας ευχαριστώ όλους, ακούστηκε από το βάθος χαρούμενη η φωνή του Ντέγιαν με τα χαρακτηριστικά ελληνικά του.
Ο Φραγκίσκος πέρασε το μπράτσο του γύρω από τη μέση της Ρεβέκκας, τη κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και είπε ψιθυριστά:
- Ίσως πραγματικά να υπάρχει ο Άγιος Βασίλης, μόνο που δεν τον βλέπουμε. Ίσως υπάρχει μέσα μας, φωλιάζει στην ψυχή του καθενός μας σαν ένας προσωπικός Άγιος που περιμένει να κάνουμε το καλό κι αν τον πιστέψουμε να πραγματοποιήσουμε το όνειρό μας, το προσωπικό μας θαύμα. Το θαύμα της ζωής μας. Ο κάθε άνθρωπος αν έσωζε από την αδικία έναν συνάνθρωπο του σαν τον Ντεγιον θα χάριζε ευτυχία στον κόσμο, θα ελάφρυνε την ψυχή του. Αξίζει να δοκιμάσουμε. Χρόνια μας πολλά, καλή χρόνια. Ο Άγιος Βασίλης το’ κανε το θαύμα του.


Εύχομαι σε όλους Καλή Πρωτοχρονιά!

21 Δεκ 2007

Μια αληθινή (Χριστουγενιάτικη) ιστορία...



Είναι παραμονή Χριστουγέννων του 2004 μεσημεράκι, και είμαι κάπου στην Κηφισιά. Έχω τελειώσει με όλες τις εκρεμότητες της δουλειάς και φεύγοντας από το γραφείο σκέφτομαι, μέρα που είναι να πάρω από κάπου γλυκά για το σπίτι. Κάνει κρύο. Πηγαίνοντας με τα πόδια κατευθύνομαι σε ένα γνωστό για τα νόστιμα γλυκά του ζαχαροπλαστείο. Φθάνοντας εκεί βλέπω την συνηθισμένη αυτές τις ημέρες εικόνα. Ένας ηλικιωμένος Ρώσος, συνεπής στο "ραντεβού" του, παίζει χριστουγιενιάτικες μελωδίες στο ακορντεόν του. Ερχόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο, μου χαμογελάει και του το ανταποδίδω. Του κάνω νόημα ότι θα επιστρέψω σε λίγο μιας και δεν είχα ψιλά. Μπαίνω μέσα και χωρίς πολλή σκέψη διαλέγω τις γιορτινές λιχουδιές που ξέρω ότι αρέσουν στους δικούς μου. Η μελωδίες από τον μουσικό του δρόμου ηχούν όμορφα στα αυτιά μου. Τα μάτια μου κοιτώντας ασυναίσθητα έξω, ψάχνουν τον Ρώσο. Όμως αντί για αυτόν βλέπουν ένα κοριτσάκι με όμορφο κεφαλάκι να έχει κολήσει το πρόσωπο του στη βιτρίνα του καταστήματος. Δεν ξέρω γιατί αλλά βγαίνω έξω για να το προσέξω καλύτερα. Είναι ένα γυφτάκι μάλλον, λίγο βρώμικο αλλά πανέμορφο με πλούσια μαύρα μαλλιά τυλιγμένα σε δύο τσαχπίνικα κοτσιδάκια. Φαίνεται ότι κρυώνει. Αυθόρμητα πάω κοντά της και της μιλάω: "πώς σε λένε;". "Ανούκ" μου απαντάει θαρραλέα αλλα δίχως να με κοιτάζει. "Θες να σου πάρω κάτι;" της λέω βλέποντας ότι κοιτάζει τη βιτρίνα με τα γλυκά. "Οχι" μου απαντάει μονολεκτικά. Τη κοιτάζω προσεκτικότερα. Πρέπει να 'ναι γύρω στα οκτώ με εννέα ετών και δείχνει ότι κοντεύει να γίνει μια δεσποινίδα. Έχει όμως μια παιδικότητα συγχρόνως πράγμα που την κάνει να φαίνεται ένα ώριμο παιδί. "Οι γονείς σου;" ρωτάω. "Εδώ πιο κάτω πουλάνε κρεμμύδες" μου λέει. Μιλάει καθαρά και ήρεμα. Αυτό με κάνει να αισθανθώ άνετα και αυθόρμητα πάω προς το μέρος της.
Μετά από ένα λεπτό βρισκόμαστε και οι δύο μέσα στο ζαχαροπλαστείο και τρώμε κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Πληρώνω και της γνέφω να φύγουμε. Τα μάτια της είναι γεμάτα τρυφερότητα. Την βουτάω και την σηκώνω ψηλά στην αγκαλιά μου. Εκείνη αν και ντρέπεται, το υπομένει. Προχωράμε προς την εξοδο. Η μουσική τώρα ακούγεται έντονα και ο Ρώσος μουσικός τραγουδάει με βαριά αγγλικά: "If I was a rich man..." Αναγνωρίζω τον σκοπό. Είναι από τον "βιολιστή της στέγης". Ψάχνω τις τσέπες μου και του δίνω ένα χαρτονόμισμα. "Σπασίμπα", μου φωνάζει όλο ευχαρίστηση. Γυρίζω προς την πλευρά του κοριτσιού και του δίνω κι εκείνου ένα ίδιο. ΣκύΒω και το φυλάω. Εκείνο μου λέει "ευχαριστώ" με κάποιο δισταγμό κι αρχίζει και τρέχει. Φτάνοντας στο απέναντι πεζοδρόμιο στρίβει τη μουρίτσα του προς εμένα και με χαιρετάει με ένα ευτυχισμένο χαμόγελο. Απομακρύνεται και χάνεται μες το πλήθος. Πιάνω τον εαυτό μου να αποχαιρετάει τον ακορντεονίστα και να χαμογελάει για τις σκέψεις του: "σήμερα έκανα μια καλή πράξη, εύχομαι να μην είναι η τελευταία". Και με αυτούς τους συλλογισμούς και έχοντας το κουτί με τα γλυκά στα χέρια, κάνω να πάω για το αυτοκίνητο μου που με περιμένει να πάμε σπίτι. Ο δρόμος είναι γεμάτος από φώτα, στολίδια, βιτρίνες γιορτινές και χαρούμενες παιδικές φωνούλες. Η μουσική από το ακορντεόν αντέχει κι ακούγεται μέσα στο πλήθος.

Θα 'θελα πολύ να μπορούσα και φέτος να κάνω μια καλή πράξη. Αλήθεια λέω, πολύ...

Εύχομαι ειλικρινά, από τα βάθη της καρδιάς μου σε όλους σας να περάσετε όμορφα. Καλά Χριστούγεννα.

20 Δεκ 2007

Η ΖΩΗ ΤΡΑΒΑΕΙ ΤΗΝ ΑΝΗΦΟΡΑ



Όταν έφτασε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, οι παλμοί της καρδιάς του είχαν ήδη ανεβάσει ρυθμούς. Ήταν φυσιολογικό. Για εκείνον αυτή η μέρα δεν ήταν σαν όλες τις άλλες. Ήταν η δική του μέρα. Αν και κάποτε είχε πιστέψει πως δεν θα ερχόταν ποτέ. Και να που ήρθε. έστω κι αν άργησε είκοσι δύο χρόνια. Και σίγουρα αν αξιονώταν να ζήσει για πολύ ακόμα, τούτη η μέρα θα έμενε χαραγμένη για πάντα στη μνήμη του και θα έπαιρνε περίοπη θέση στο "τρέιλερ" των αναμνήσεων της ζωής του. Ήταν 13 Οκτώβρη του 2004 και επιτέλους έπαιρνε πτυχίο! Πάρκαρε τη μηχανή του κάπως πρόχειρα. Βιαζόταν να πάει για τη γραμματεία. Βημάτισε γρήγορα ρίχνοντας κλεφτές ματιές γύρω του. Όλες του οι αισθήσεις ήταν σε ένταση. Προχωρώντας πέρασε μέσα από τα συνήθη τραπεζάκια των φοιτητικών παρατάξεων που απλώνονταν έξω από τις εισόδους του ιδρύματος καλώντας τους πρωτοετείς -κυρίως- φοιτητές να στελεχώσουν τις "νεολαίες" τους. Τα μεγάφωνα στρίγκλιζαν επίμονα: "Το ποσοστό ανεργίας των πτυχιούχων του Πάντειου είναι μεγάλο, οι ανάγκες σε θέματα τεχνικών υποδομών τεράστιες, θέλουμε περισσότερα συγγράμματα, καλύτερη σίτιση, ανακαίνηση της φοιτητικής εστίας..."
Όλα αυτά που άκουγε του φέρανε το παρελθόν μπροστά του και απορροφημένος στις σκέψεις του βρέθηκε να καλεί το ανσασέρ που θα τον οδηγούσε στο τμήμα των σπουδών του. Ένοιωθε ανυπόμονος και σκέφθηκε πως έπρεπε να μειώσει τη φόρτιση που είχε, και να είναι ψυχρός με την όλη κατάσταση. Ήταν προσωπική του υπόθεση, άρα μπορούσε να είναι ψύχραιμος.
Το ανσασέρ ήρθε επιτέλους. Χώθηκε μέσα μαζί με έναν αστείο τυπάκο που φορούσε μια περίεργη μπλούζα:<Γάλα Όλυμπος> έγραφε σε ένα σηματάκι αριστερά στο στήθος του. Ο τύπος που είχε ένα χαριτωμένο υφάκι χαμογέλασε λέγοντάς του, σαν να κατάλαβε:
-Το μπλουζάκι, ε...μου έχει μείνει από τότε που δούλευα εκεί.
Ήταν σαν ένα μικρό διάλειμμα στην αγωνία του. "Ας είναι καλά ο άνθρωπος" σκέφθηκε βγαίνοντας από το ανσασέρ. Είχε ήδη φτάσει στον 3ο όροφο επιταχύνοντας για τον γκισέ της γραμματείας. Εκεί είχε αναρτηθεί η ανακύρηξη. Άρχισε να ψάχνει το όνομα του ενώ άκουγε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Η ματιά του έτρεξε γρήγορα πάνω στη λίστα μέχρι που σταμάτησε στο όνομα του. Ναι, τώρα πια το πτυχίο ήταν γεγονός. Ξαφνικά, αισθάνθηκε η στιγμή να τον λυγίζει. Αλλά είχε προετοιμαστεί γι' αυτό και κατάφερε να κρατηθεί. Άλλωστε ήταν νωρίς για να συγκινηθεί από τώρα. Και μάλλον γι' αυτό απέφυγε τους φωτογράφους.
Ήταν όμως το πρώτο ρ ά γ ι σ μ α.
Τα διαδικαστικά με τη γραμματεία κράτησαν ελάχιστα λεπτά. Άκουσε μια φωνή να λέει:
-Η ορκομωσία θα γίνει στο νέο κτίριο, στην αίθουσα "Σάκη Καράγιωργα".
Ξεχύθηκε για εκεί. Η νίκη είχε επιτευχθεί, απέμενε μόνο η "επιβράβευση". Πράγματα μικρά και ασήμαντα για κάποιους άλλους, ίσως και για τον ίδιο βέβαια. Η στιγμή όμως τα έκανε μεγάλα και σπουδαία.
Πριν πάει στην τελετή πρόλαβε να σκεφτεί το καρτοτηλέφωνο. Με γρήγορα βήματα έφτασε στο κυλικείο. Σήκωσε το ακουστικό, σχημάτισε τον αριθμό που ήθελε και περίμενε. Από την άλλη γραμμή ακούστηκε μια κουρασμένη αλλά γλυκειά φωνή. Ήταν η μητέρα του. Ζούσε μακριά της και ήθελε να της δώσει χαρά. Άλλωστε αγκαλιά μαζί είχαν κλάψει όταν έμαθαν ότι είχε περάσει στο πανεπιστήμιο. Κι όλα αυτά πριν 26 ολόκληρα χρόνια. Ζαλίστηκε μόνο που το σκέφθηκε. Της ανήγγειλε λοιπόν το γεγονός κάπως τυπικά για να μην τον προδώσει η σπασμένη από την συγκίνηση φωνή του. Εκείνη έκλαψε για λίγο. Της είπε πως όταν μπορούσε θα την ξανάπαιρνε. "Τελικά, καλύτερα μόνος", σκέφθηκε κλείνοντας το ακουστικό.
Απομακρύνθηκε από το καρτοτηλέφωνο, διέσχισε το προαύλιο και κατευθύνθηκε προς την "στέψη". Η μουσική πλανιώταν στην ατμόσφαιρα, προσθέτοντας κι άλλη συγκίνηση στις αισθήσεις του:"Η πλατεία ήταν γεμάτη με το νόημα που είχε κάτι απ' τις φωτιές, στις γωνίες και τους δρόμους από συντρόφους, οικοδόμους, φοιτητές..." Τί του θύμισε αυτό το τραγούδι. Ανέμελα τα χρόνια, γλυκά τα όνειρα, καράβια οι ελπίδες, ανίκητη η νιότη. Κι όμως, 22 χρόνια χαμένα. Κάνοντας αυτές τις σκέψεις κλονίστηκε, του ήρθε να σωριαστεί κάτω.
Το δεύτερο ρ ά γ ι σ μ α.
Σφίχτηκε ολόκληρος. "Κουράγιο", είπε μέσα του, "ό γέγονε, γέγονε". Όταν ηρέμησε, όρμηξε για τη σκάλα του νέου κτιρίου. Τα σκαλιά του φαίνονταν ατελείωτα, γι αυτό τα ανέβηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ώσπου έφτασε έξω από το αμφιθέατρο. Εκεί τον περίμενε πολύς κόσμος από χαρούμενα πρόσωπα, δροσερά κοριτσίστικα χαμόγελα, περήφανους γονείς, όμορφα ντυσίματα. Αλλά και φωτογράφοι που πολιορκούσαν τους προπτυχιούχους. Τους απέφυγε για δεύτερη φορά. Δεν αισθανόταν καλά. Έβλεπε μπροστά του μια "γιορτή" στην οποία καθυστέρησε να έρθει για πάνω από 20 χρόνια. Και ήταν μόνος, δεν ήξερε κανέναν. Αυτό το τελευταίο ήταν επιλογή του, ένα είδος αυτοτημωρίας. "Έτσι που τα κατάφερες", μονολόγησε.
Γλύστρισε γρήγορα μέσα συην αίθουσα για να βολευτεί σε κάποιο από τα μπροστινά καθίσματα. Χαλάρωσε και άφησε τους φωτογράφους, που τον πλησίασαν πάλι, αυτή τη φορά να τον τραβήξουν.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και η υπεύθυνη του τμήματος της Οικονομικής Περιφερειακής Ανάπτυξης -τμήμα στο οποίο είχε φοιτήσει- πήρε το μικρόφωνο. Αφού τους καλοσώρισε όλους δίνοντας τα συγχαρητήριά της, έδωσε τον λόγο πρώτα στον Αντιπρύτανη και μετά στον Πρόεδρο του τμήματος. Εκείνοι έκαναν από έναν σύντομο χαιρετισμό και κάλεσαν έναν απόφοιτο -πιθανώς τον καλύτερο- να πει τον όρκο. Οι συνάδελφοι του από κάτω, επαναλάμβαναν:
"Επειδή το Άθήνησι Πάντειον των Κοινωνικών και Πολιτικών Έπιστημών Πανεπιστήμιο τη του Πρυτανέως 'επινεύσει, εις τους έαυτώ πτυχιούχους δοκιμάσαι με καταξίωσεν..."Η συγκίνηση στο αμφιθέατρο μεγάλη, η ατμόσφαιρα απροσδόκητα πανηγυρική, τα φλας να δίνουν και να παίρνουν. Και σαν έφτασε η ώρα όπου ένας-ένας αναγγελόταν και έπαιρνε το πτυχίο του, τα χειροκροτήματα μπλέχτηκαν με τις επευφημίες, τα γέλια με τα δάκρυα, οι αγκαλιές με τους κόπους μιας ζωής. Ήταν εκεί γονείς, αδέλφια, αρραβωνιαστικές, φίλοι... Εκείνος μόνος. Χαιρόταν όμως, χαιρόταν πολύ για τους άλλους. "Μπράβο παιδιά", σκέφτηκε. "Εύχομαι η δροσιά και η ελπίδα που καθρεφτίζεται στα νεανικά σας πρόσωπα, να μην πάει χαμένη", ξανασκέφθηκε.
Διέκοψε τη σκέψη του γιατί έφτασε η ώρα. Η δική του ώρα. Σηκώθηκε γρήγορα και καθώς πλησίασε στο χώρο της απονομής, ακούστηκε το όνομα του. Έκανε τρία αργά βήματα για να φτάσει στον Αντιπρύτανη ο οποίος του παρέδωσε το πτυχίο. Εισέπραξε τρεις χειραψίες, όλες με την ίδια ευχή:-Συγχαρητήρια...Συγχαρητήρια...Συγχαρητήρια!
-Ευχαριστώ πολύ για όλα, βρήκε το κουράγιο να πει και απομακρύνθηκε
Δεν βγήκε αμέσως από την αίθουσα. Ήθελε να δει και τους υπόλοιπους να "βραβεύονται", μη θέλοντας να αφήσει τη "γιορτή". Ήθελε να νοιώσει όσο γινόταν μεγαλύτερη χαρά, να κλέψει όση περισσότερη δροσιά μπορούσε, να αισθανθεί νέος, να πιστεύει ότι δεν υπήρχαν χαμένα χρόνια, ότι ήταν εκεί στην ώρα του και αποφοιτούσε όταν έπρεπε, έχοντας έτσι όλη τη ζωή μπροστά του. Αναλογίστηκε, πώς κατάφερε και βρήκε το κουράγιο για να περάσει αυτή τη δοκιμασία. Γιατί για δοκιμασία επρόκειτο. Εκείνος ξένος, εκείνοι είκοσι και βάλε χρόνια νεώτεροί του. Παιδιά του! Και μάλιστα, έχοντας δικαίωμα να κάνουν λάθη. Ο χρόνος ήταν δικός τους και το κουβάρι του ξετυλιγόταν ατελείωτο μπροστά τους. Εκείνος όμως είχε ήδη χάσει. Βέβαια, ποτέ δεν είναι αργά, κι αυτό που είχε κάνει ήταν ένας μικρός άθλος. Να γυρίσει στον "τόπο του εγκλήματος" μετά από χρόνια, να ξανακάτσει -άβολα πια είναι αλήθεια- στα θρανία για να αποφοιτήσει.
Με αυτές τις σκέψεις ξαναβγήκε στον προαύλιο χώρο, κατευθυνόμενος για τη μηχανή του. Όμως κοντοστάθηκε. Σκέφτηκε κάτι, άλλαξε γνώμη και γύρισε πίσω στους χώρους της σχολής. Μπήκε στο παλιό κτίριο, που ήξερε πολύ καλά. Περιηγήθηκε στο καφενείο, τη βιβλιοθήκη, τους διαδρόμους, τις αίθουσες. Ρούφαγε κάθε τετραγωνικό μέτρο του κτιρίου. Δεν ήθελε να φύγει αλλά έπρεπε για το καλό του. Η συγκινησιακή του φόρτιση ερχόταν πάλι. Βγήκε έξω. Η μουσική που ακουγόταν από τα μεγάφωνα τον "έριξε" κι άλλο: "...η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες με σημαίες με σημαίες και με ταμπούρλα...όταν σκοτώνονται όταν σκοτώνονται...ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μέσα απ' τ άγρια γένια του..."
Έφτασε στη μηχανή του πάλι. Ανέβηκε και κατέβασε με δύναμη τη μανιβέλα, γκαζώνοντας για το σπίτι του. Όμως είχε αρχίσει να σπάει. Είχε κι αυτός σηκώσει το φορτίο του σ' αυτή τη ζωή, και ήθελε να ελαφρύνει από το βάρος αυτής της μέρας. Δε βαστούσε άλλο.
Το τρίτο ρ ά γ ι σ μ α.
Οδηγούσε και άρχισαν να κυλούν δάκρυα μέσα από το κράνος και τα γυαλιά του. Δεν τον έβλεπε κανείς και μπορούσε να ξαλαφρώσει. "Ναι, πήρα το πτυχίο" ψέλλισε, "είναι απίστευτο"..."έκανα κι εγώ κάτι"..."κατάφερα κι εγώ κάτι, μικρό αλλά κάτι ρε γαμώτο μου"..."κάτι αξίζω κι εγώ"..."κάτι, κάτι...". Σκέψεις γεμάτες ενοχές αλλά τόσο ανακουφιστικές. Τα δάκρυα κυλούσαν ασταμάτητα. Κοίταξε στον καθρέφτη της μηχανής. Είχε γίνει κατακόκκινος και καθώς αδιαφορούσε για ότι γινόταν γύρω του, συνέχισε να βγάζει από μέσα του πίκρα. Έκλαιγε, έκλαιγε μέχρι που "στέγνωσε".
Είχε συνέλθει όταν πλησίαζε στο σπίτι του "τροπαιούχος", με το πτυχίο ευλαβικά φυλαγμένο σε μια τσάντα. Εδώ που τα λέμε, η ζωή θα συνεχιζόταν ίδια, δεν θα άλλαζε και τίποτα. Μια μάχη ήταν και τίποτε άλλο. Τον πόλεμο τον είχε χάσει προ πολλού. Απλώς είχε δώσει μια ικανοποίηση στον εαυτό του. Αύριο θα πήγαινε πάλι για δουλειά. Ποιά δουλειά; Μα θα εξακολουθούσε να πλένει τζάμια γυρνώντας στους δρόμους.
Έφτασε στην πολυκατοικία που έμενε, κατέβηκε από τη μοτοσυκλέτα και πήρε μια βαθιά ανάσα. Τώρα το άγχος του είχε φύγει. Άρχισε να σιγοτραγουδάει: "Η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα...".
Τελικά, ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Ήταν 13 Οκτώβρη του 2004


*Το παρόν διήγημα κατέκτησε τον α' έπαινο στον Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Δήμου Πετρούπολης, το 2006.

19 Δεκ 2007

Αυνανιστήριο σε σχήμα αιδοίου...


Ήταν αρχή της δεκαετίας του '90 που ο Κος Πέτρος Κωστόπουλος, ερχόμενος από την Ευρώπη και ειδικότερα το Βέλγιο όπου δούλευε(;) σε κάποιες επιτροπές της τότε ΕΟΚ, προστατευόμενος από τον Κώστα Λαλιώτη δηλ. "το μωρό του ελαφιού"(sic), ήρθε στην Ελλάδα. Μάλιστα του έκανε και εκπομπή τότε, η Λιάνα η Κανέλλη. Ο περί ού ο λόγος λοιπόν, άλλαξε τα εκδοτικά δεδομένα της αγοράς στον περιοδικό τύπο. Τα ντόπια έντυπα αντέγραψαν τα ξένα, στη μορφή και το στήσιμο ενώ η θεματολογία απλώθηκε. Όμως, από περιεχόμενο: χέσε ψηλά κι αγνάντευε. H αισθητική: ομογάλακτη των πρασινοφρουρών κατσαπλιάδων του ΠΑΣΟΚ. Η ποιότητα πήγε περίπατο χέρι-χέρι με τον σοσιαλισμό. Κοινώς: " να τ'αρπάξουμε και ποιός ενδιαφέρεται για ιδέες, ιδανικά και τον ξευτιλισμένο τον Μαρξ". "Άλλες εποχές τότε, να περνάμε τώρα καλά -βίλες, κότερα, αμαξάρες, μπουζούκια- κι άσε τους μαλάκες στην απ έξω". Ο Πέτρος μαζί με το λύκο του, στρίμωξαν στα σχοινιά τους "νεολαίους" κάνοντας τους apolitic πολίτες, αποθεώνοντας το "εγώ" τους και "φτύνοντας" κάθε έννοια λαϊκών ερεισμάτων. Η στάση του "εγώ να περνάω καλά κι οι άλλοι να πάνε να γαμηθούν", έγινε το μοτό μιας ολόκληρης γενιάς. Ο Κωστόπουλος πότε καλούμενος σε πάνελ της τηλεόρασης για να τον εμπεδώσουμε καλύτερα, και πότε από ραδιοφωνικού μικροφώνου, έχοντας άποψη επί παντός επιστητού, μιλάει απαξιωτικά για τη Κούλα τη κομμώτρια από το Αιγάλεω ενώ στην ουσία τα περισσότερα κομμωτήρια ακούνε την εκπομπή του! Απευθυνόμενος στους άντρες, με αυτά που λέει και γράφει είναι σα να τους λέει, πως το μόνο που είναι ενδιαφέρον σε μια γυναίκα είναι το αυνανιστήριο-αιδοίο που διαθέτει. Ενώ απευθυνόμενος στις γυναίκες τις συμβουλεύει ότι αφού είναι εκ γενετής -λόγω φύλλου- πουτανίτσες και άπιστες, τουλάχιστον ας το εκμεταλλευτούνε για να περνάνε ζάχαρη.Το SEX σύμφωνα με τη φιλοσοφία Κωστόπουλου, πρέπει να καθορίζει τα πάντα στη καθημερινότητά μας. "Η πολλή σκέψη βλάφτει, είναι κακομοιριά"!!! Ακόμα και για μας τους Έλληνες που λόγω διάρθρωσης κοινωνίας και τεστοστερόνης(;) είμαστε πεινασμένοι σεξουαλικά, κάπου το θέμα μας μπουχτίζει ρε αδερφέ. Ο μοσχοαναθρεμένος κολητός του οδοντίατρου(;) Λαλιώτη κάπου μας τα 'χει κάνει πεπόνια. Νομίζει πως το τρίπτυχο: καλό ντύσιμο-σπορ αμάξι-πιστωτικές κάρτες μας φτιάχνει τη ζωή. Αντίθετα, μας χαλάει την αισθητική. Βέβαια, δυστυχώς για τη τσέπη μας, ευτυχώς για την οπτική μας, η εποχή των παχιών αγελάδων και του καλπασμού του νεοπλουτισμού των βλαχοαθηναίων, έχει περιοριστεί κατά βάση, στην επίδειξη των πανάκριβων τζιπ, που θα ξοφληθούν βέβαια όταν η Αλβανία θα μπει στην Ευρωπαική Κοινότητα. Υπάρχουν τόσα όμορφα πράγματα στη ρημάδα τη ζωή για να πορευτεί κανείς. Και μόνο να παλεύεις για την αξιοπρέπειά σου και την ποιότητα του εαυτού σουείναι τεράστια νίκη. Πάντα θα υπάρχουν οι Κωστόπουλοι, οι Τατιάνες, οι Μαστοράκηδες και οι πολιτικοί που αποκαλούν τους ποιητές της ζωής, "λαπάδες".
Με τον Κο Κωστόπουλο και την οικογένεια του δεν έχω τίποτε προσωπικό. Να 'ναι καλά οι άνθρωποι. (Και θα 'ναι όσο υπάρχουνε κορόϊδα που τους "ταίζουνε".)

18 Δεκ 2007

ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ...


Τα μάτια σου είναι θάλασσα
μ' ενα νησί στη μέση
μα είναι βαθιά και δεν μπορεί
βάρκα να' ρθεί να δέσει

Μάτια που εύκολα γελούν
εύκολα πάλι κλαίνε
αυτά μ' αρέσει ν' αγαπώ
γιατί κακό δε θένε

Λιγότερο από μια στιγμή
μάτια να κοιταχτούνε
μπορεί να φύγει μια ζωή
να μη λησμονηθούνε

Ο έρωτας είναι θεριό
κι άμα δε το μερώσεις
μη τύχει και ξεγελαστείς
τη χέρα να του δώσεις

Ήθελα να' μαι θάλασσα
και συ ποτάμι να' σαι
να έρχεσαι στην αγκάλη μου
μωρό μου να κοιμάσαι

Ποτέ μου να μη σε 'βλεπα
πάλι θα σ' αγαπούσα
γιατί μέσα στα όνειρα
συχνά σε συναντούσα

17 Δεκ 2007

Η ζωή μας ένα κύμα...


Το κύμα που σκάει. Αέναη η κίνησή του. Το ένα κύμα πίσω από το άλλο. Μία διαρκής ώθηση. Ένα αδιάκοπο έργο. Το κύμα γεννιέται σαν τον άνθρωπο, από το πουθενά. Έρχεται από κάπου απροσδιόριστα, προορισμένο να πεθάνει στην ακτή. Άλλοτε το ταξίδι είναι μακρύ κι άλλοτε σύντομο. Άλλοτε το κύμα σβύνει γλυκά και ήσυχα σε μια ήρεμη αμμουδιά. Άλλοτε τερματίζει απότομα, πέφτοντας με κρότο πάνω σε βράχια κοφτερά. Τί άσχημο τέλος. Αλλά σημασία δεν έχει το τέρμα της διαδρομής Μα το ίδιο το "ταξίδι". Η δυστυχία είναι να μη νοιώθεις το ταξίδι παρά μόνο να αγωνιάς για το τέλος του. Έχεις "χάσει".
Αυτό πρέπει να ζήσουμε. Το ταξίδι. Το τέλος του, δεν πρέπει να το σκεφτόμαστε. Κι αν η πορεία μας είναι εύκολη, τότε ας την απολαύσουμε. Αν είναι δύσκολη, ακόμα καλύτερα. Ας αγωνιστούμε για να νοιώσουμε πως σαν άνθρωποι έχουμε ΑΞΙΑ.

15 Δεκ 2007

Απαγορευμένος Έρωτας...


Οι σχηματισμοί των άστρων,
η περιστροφή του ήλιου,
το σύμβολο του μυαλού στο άπειρο,
ο γαλαξίας έχει το χρώμα
της ερήμου και του φεγγαριού.
Όταν μπορεί ο ήλιος να δύει,
όταν μπορεί το φεγγάρι
να βγαίνει ολόγιομο
πάνω από το νησί,
τότε εγώ μπορώ να κάνω όνειρα,
για μια θάλασσα
που το κύμα χτυπά στους βράχους,
στέλνοντας σταγόνες δροσιάς
στο πρόσωπό μου.
Την νύχτα ο έρωτας
βγαίνει στο σεργιάνι.
Το έγραφε ο ποιητής
σε αλλοτινούς χρόνους.
Εγώ τον συνάντησα ξαφνικά,
έτσι όπως ακριβώς ήταν,
απαγορευμένος και όμορφος.
Όμως...ο ποιητής θύμωσε
και μου τον πήρε πίσω.

13 Δεκ 2007

Καλοκαιρινή ανάμνηση...


Φωτογραφίες έβλεπα εχθές, καλοκαίρι στο νησί μου.
Τα μαλλιά σου έπεφταν στο πρόσωπό μου
όταν έπεφτες να με φιλήσεις.
Κι όταν τα χέρια σου αγκάλιαζαν τη μέση μου
ήθελα να ανοίξω το σώμα μου στα δυο
μέσα μου να σε κλείσω
από εγωισμό, από κακία,
από προσωπική ανάγκη.
Τώρα κυνηγώ σκιές
με μακρυά μαλλιά,
μάτια σε χρώμα γαλάζιο, και μια ψυχή
σαν την ταραγμένη θάλασσα.

12 Δεκ 2007

ΕΚΕΙΝΗ...



Το γλέντι άρχισε,
όλοι ήσαν φίλοι εκεί.
Στον χορό όμως,
κανείς δεν έμπαινε.
Ώσπου άνοιξε τα χέρια της,
Ε κ ε ί ν η.
Η φούστα ανέμισε,
πάνω από τα κεφάλια όλων.
Το άρωμά της,
πλανήθηκε στον αέρα.
Τα ρουθούνια προσπάθησαν,
να απορροφήσουν την οσμή της
όταν λίκνιζε τη μέση της,
σε ρυθμούς που μόνο ο νους,
μπορούσε να ακούσει
εκείνη τη στιγμή.
Τα χέρια απλώθηκαν
προσπαθώντας όλα,
να πάρουν κάτι από αυτήν.
Κάτι από την κίνηση,
κάτι από τη χάρη,
κάτι από τη λαγνεία της.
Ανάμεσα στα κεριά
τη βρήκε το πρωί,
χωρίς φίλους
μόνο μ'ενα μαντήλι στα μαλλιά.

11 Δεκ 2007

ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΙ ΝΕΟΙ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ (30 χρόνια πριν...άραγε επίκαιροι και σήμερα;)



Είμαστε οι νέοι της εποχής
μιας εποχής πολύ τρελής
είμαστε άνθρωποι πολύ απλοί
που αγαπάμε τη ζωή
νοιώθουμε αδέλφια πάνω στη γη
και μοιραζόμαστε και το ψωμί
Όμως γιατί να προσπαθούν
να μας μισούν να μας χτυπούν
εκείνοι που είναι οι δυνατοί
για να μας βγάλουν τη ψυχή
λένε πως μάχονται για ιδανικά
σκορπούν το θάνατο για τα λεφτά
Είμαστε οι νέοι που δε μισούν
αλλά πονούν και αγαπούν
δε θέλουμε την εκκλησιά
μα τον Χριστό την Παναγιά
τραγούδια λέμε ένα σωρό
κι ορμάμε όλοι για το χορό
Όμως γιατί κατηγορούν
τα νιάτα μας όπου τα βρουν
μας λένε σκάρτους στη κοινωνία
τι άδικη κατηγορία
μας θέλουν να 'μαστε δίχως καρδιά
με δίχως μάτια με δίχως αυτιά
Εμείς δε μάθαμε ποτέ τι θα πει
πόλεμος φθόνος και σκοτωμοί
είμαστε οι νέοι με ένα σκοπό
ειρήνη θέλουμε στον κόσμο αυτό
ελευθερία αξιοπρέπεια και ζεστασιά
αυτή είναι η νέα μας η γενιά

Πλατεία Εξαρχείων 1977

10 Δεκ 2007

Άνθρωπε του κατεστημένου...



"Άνθρωπε του κατεστημένου" σε μισώ,
φύγε από μπροστά μου μη μ'αγγίζεις
φύγε σιχαμερό σκουλήκι,
πήγαινε να συρθείς, σα βρωμιάρης που είσαι,
μέσα στη λάσπη.
Όλα αυτά που σου λένε και τ'ακούς σαν υπνωτισμένος,
είναι λάσπη, ναι λάσπη, λάσπη.
Είσαι ένας τεμπέλης γιατί δεν μπορείς
να σηκώσεις τα μάτια σου
να κοιτάξεις λίγο πιο μακρυά,
πέρα στον ορίζοντα.
Δεν το κάνεις γιατί είσαι ένας γάιδαρος, μια μαιμού
Δεν ακούς αυτά που σου λέω, δε συγκινείσαι.
Εξαφανίσου λοιπόν, πέθανε,
ξέρασε όλα αυτά τα σιχαμένα πράγματα
που σου δίνουν και καταπίνεις
"άνθρωπε του κατεστημένου",
άνθρωπε ναρκωμένε πέθανε,
δε σε λυπάμαι, σε μισώ, σε μισώ
κυλίσου στη λάσπη πρώτα
και πήγαινε στη κόλαση σου.
Αυτό σου αξίζει, φύγε,
πέθανε "άνθρωπε του κατεστημένου"

7 Δεκ 2007

Ερωτικός πόθος



Αλμυρή της θάλασσας η γεύση
γλυκό το φιλί σου
Απαλό της άνοιξης τ'αγέρι
θυμός η ματιά σου
Βάλσαμο της λεμονιάς τα άνθη
σπαθί η κοψιά σου
Δροσερό της αυγούλας το νερό
φλόγα η θωριά σου

6 Δεκ 2007

ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ


Μαγεία...
το όνειρο μίλησε ξεκάθαρα
το είδες μετά από εκείνον το χορό
ένας κύκνος ήταν...
λευκός... όμορφος
και εσύ τον ζήλεψες.

Τα χέρια σου άνοιξες σαν φτερά
μέσα στα νερά τον συνάντησες
αυτός ένοιωσε την ανάγκη σου
και ανοίγοντας τα φτερά του
μέσα του σε έκλεισε

Όμως είχε έρθει η ώρα
για το κύκνειο άσμα του!