Πολύ σπουδαία λόγια από έναν σπουδαίο Γάλλο λογοτέχνη της εποχής του. Ο Ανατόλ Φρανς έχει επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό την κοινωνικοπολιτική σκέψη. Υπήρξε "τρομερό παιδί" για τα γαλλικά γράμματα και έβαλε καινούρια δεδομένα στην προσέγγιση του ανθρώπου και τον ρόλο του στην κοινωνία. Ειδικά σήμερα που γίνονται ανά την υφήλιο, τόσες συγκρούσεις ιδεών, πολιτισμών και οικονομικών συμφερόντων, όλοι μας να τον διαβάσουμε. Έχουμε πολλά να διδαχθούμε γιατί εκτός όλων των άλλων, οι αντιλήψεις του είναι και σύγχρονες.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Jacques – Anatol – Francois Thibault. Γεννήθηκε στο Παρίσι 16 Απριλίου του 1844. Ήταν μοναχογιός της Αντουανέτας Γκαλά και του βιβλιοπώλη Φρανσουά - Νοέλ Τιμπώ, ιδιοκτήτη του βιβλιοπωλείου«Librairie France», ο οποίος φρόντισε να του δώσει καλήμόρφωση στο «Collège Saint-Stanislas», όπου έστελναν τουςγόνους τους οι αριστοκράτες και οι μεγαλοαστοί. Στην διάρκεια των εκεί σπουδών του (από το 1855 μέχρι το 1862), η υπεροψία των πλούσιων συμμαθητών τον έκανε συνειδητοποιημένο δημοκράτη και άθεο.
Ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1864 (στο «Ecole des Chartes» αλλά και με ιδιωτική μελέτη) και δύο χρόνια μετά, το 1866, προσλήφθηκε στις εκδόσεις του Αλφόνς Λεμέρ, εκδότη των ποιητών του λεγόμενου «Παρνασσού». Έγινε θαυμαστής του γνωστού αντιχριστιανού «παρνασσιστή» ποιητή Λεκόντ ντε Λιλ, ενώ παράλληλα, από τα βιβλία που είχε στην κατοχή του ο πατέρας του, διάβαζε μανιωδώς όλα όσα είχαν να κάνουν με την Γαλλική Επανάσταση και τους πρωταγωνιστές της.
Το 1876, χρονιά κατά την οποία εξέδωσε το αρχαιόφιλο ποιητικό του έργο «Les NocesCorinthiennes», έγινε βοηθός βιβλιοθηκάριου στην Γερουσία και παρέμεινε στην θέση έως το 1890, εξασφαλίζοντας αρκετό ελεύθερο χρόνο για την προσωπική του πνευματική ανάπτυξη. Σε αυτήν την περίοδο κατέθετε τακτικές συνεργασίες στα περιοδικά «Σφαίρα» και «Εικονογραφημένο Σύμπαν» και εξέδωσε την νουβέλα «Το έγκλημα του Συλβέστρου Μποννάρ» («Le Crime de Sylvestre Bonnard», 1881), που βραβεύθηκε από την Γαλλική Ακαδημία.
Ήδη από τον Απρίλιο του 1877 είχε νυμφευθεί την Βαλερί Γκερέν ντε Σοβίλ με την οποία είχε αποκτήσει μία θυγατέρα, την Σουζάν. Όμως τον Σεπτέμβριο του 1886 γνωρίστηκε με την μαντάμ Αρμάν ντε Καιγιαβέ της οποίας το «σαλόνι» αποτελούσε το κέντρο της φιλολογικής ζωής του Παρισιού, την ερωτεύθηκε σφόδρα και μετά από μερικά χρόνια, το 1893, πήρε διαζύγιο. Η παθιασμένη σχέση του με την μαντάμ Αρμάν ντε Καιγιαβέ τού ενέπνευσε τα μυθιστορήματα «Thaïs» (1890) και «Le Lys rouge» (1894), ενώ το 1895 εξέδωσε ένα βιβλίο αφορισμών με τίτλο «Ο Κήπος του Επίκουρου» («Le Jardin d' Épicure»), μέσα στο οποίο εξέφραζε με την μεγαλύτερη ένταση τον αστικό σκεπτικισμό και ηδονισμό που διέπνεε την Γαλλική κουλτούρα της εποχής, αλλά εν γένει και το υπόλοιπο συγγραφικό έργο του ιδίου.
Από το 1886 είχε αναλάβει λογοτεχνικός διευθυντής της καθημερινής εφημερίδας «Οι Καιροί» («Le Temps»), θέση που κράτησε μέχρι το 1893. Από την άνοιξη του 1893, έτος κατά το οποίο εξέδωσε το «La Rotisserie de la Reine Pedauque», στο οποίο γελοιοποιούσε τους αποκρυφιστές, άρχισε να γράφει άρθρα κοινωνικής κριτικής στην «Ηχώ του Παρισιού» υπό τον τίτλο «Οι γνώμες του κυρίου Ζερόμ Κουανιάρ» («Les Opinions de Jerome Coignard»), μέσα από τα οποία ασκούσε αυστηρή κριτική στους θεσμούς και εκδήλωνε συμπάθεια για τον κοινό καθημερινό άνθρωπο. Οι μέσα από τα άρθρα αυτά επιθέσεις του κατά της Εκκλησίας, του στρατού, της Δικαιοσύνης και των ανάλγητων μορφωμένων, τον έκαναν σύντομα να αποκτήσει σοβαρή πολιτική διάσταση. Στο κύρος του προσέθεσε πολλά η 4τομη «Σύγχρονη Ιστορία» του («Histoire contemporaine», 1897 - 1901), ενώ ήδη από το 1896 είχε γίνει δεκτός στην Γαλλική Ακαδημία και λίγο μετά είχε προσχωρήσει στο γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Το 1907 έγινε επίτιμος πρόεδρος της «Διεθνούς Λίγκας για την Ορθολογική Εκπαίδευση των παιδιών» («Ligue Internationale pour l’ Education Rationnelle de l’ Enfance») την οποία είχε ιδρύσει στο Παρίσι ο ισπανός αναρχικός παιδαγωγός Φραντσέσκο Φερρέρ. Θερμότατος υπερασπιστής των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συνέγραψε πολλά ακόμα βιβλία, με πιο σημαντικά τα «Οι Θεοί διψούν» («Les Dieux ont soif», 1912), «Η ανταρσία των Αγγέλων» («La Révolte des anges», 1914) και μία βιογραφία της Ζαν ντ’ Αρκ (1908). Εξαιτίας του αντιθεοκρατικού και αθεϊστικού πνεύματος των περισσότερων έργων του (χαρακτηριστική είναι η ειρωνική φράση του «τύχη είναι το ψευδώνυµο που χρησιμοποιεί ο Θεός όταν φοβάται να υπογράψει»), τα βιβλία του Φρανς μπήκαν στην λίστα («Index») απαγορευμένων βιβλίων («Libri prohibiti») της Καθολικής Εκκλησίας.
Τον Οκτώβριο του 1920 νυμφεύθηκε την κατά 27 χρόνια νεότερή του Έμμα Λαπρεβότ (Emma Laprevotte), πρώην καμαριέρα τής μαντάμ Αρμάν ντε Καιγιαβέ, το 1921 ταξίδεψε στην Στοκχόλμη όπου του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ της Λογοτεχνίας και την επόμενη χρονιά δημοσίευσε στην «Ουμανιτέ» τον «Χαιρετισμό προς τα Σοβιέτ», για να χάσει όμως όλες τις ψευδαισθήσεις του λίγο αργότερα, όταν οι Γάλλοι διανοούμενοι καταγγέλθηκαν ως «ανεπιθύμητοι ερασιτέχνες» από το 40 Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς στην Μόσχα.
Πέθανε στην Τουρ στις 12 Οκτωβρίου 1924, 6 μήνες μετά από τους εορτασμούς της πόλης του Παρισιού για τα ογδοηκοστά γενέθλια του «τρομερού παιδιού» του, και αφού είχε ήδη δει τον θάνατο της θυγατέρας του το 1917, της ερωμένης του μαντάμ Αρμάν ντε Καιγιαβέ το 1910 και την αυτοκτονία μίας ακόμη γυναίκας (μιας αμερικανίδας την οποία είχε απορρίψει) το 1911. Τάφηκε στο νεκροταφείο του Neully - sur – Seine κοντά στο Παρίσι. Το σύνολο των έργων του εκδόθηκε κατά την περίοδο 1925 – 1935 σε 25 τόμους.
σημείωση: οι πληροφορίες προέρχονται από τον εξαιρετικό Βλάσση Ρασσιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου