20 Δεκ 2007

Η ΖΩΗ ΤΡΑΒΑΕΙ ΤΗΝ ΑΝΗΦΟΡΑ



Όταν έφτασε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, οι παλμοί της καρδιάς του είχαν ήδη ανεβάσει ρυθμούς. Ήταν φυσιολογικό. Για εκείνον αυτή η μέρα δεν ήταν σαν όλες τις άλλες. Ήταν η δική του μέρα. Αν και κάποτε είχε πιστέψει πως δεν θα ερχόταν ποτέ. Και να που ήρθε. έστω κι αν άργησε είκοσι δύο χρόνια. Και σίγουρα αν αξιονώταν να ζήσει για πολύ ακόμα, τούτη η μέρα θα έμενε χαραγμένη για πάντα στη μνήμη του και θα έπαιρνε περίοπη θέση στο "τρέιλερ" των αναμνήσεων της ζωής του. Ήταν 13 Οκτώβρη του 2004 και επιτέλους έπαιρνε πτυχίο! Πάρκαρε τη μηχανή του κάπως πρόχειρα. Βιαζόταν να πάει για τη γραμματεία. Βημάτισε γρήγορα ρίχνοντας κλεφτές ματιές γύρω του. Όλες του οι αισθήσεις ήταν σε ένταση. Προχωρώντας πέρασε μέσα από τα συνήθη τραπεζάκια των φοιτητικών παρατάξεων που απλώνονταν έξω από τις εισόδους του ιδρύματος καλώντας τους πρωτοετείς -κυρίως- φοιτητές να στελεχώσουν τις "νεολαίες" τους. Τα μεγάφωνα στρίγκλιζαν επίμονα: "Το ποσοστό ανεργίας των πτυχιούχων του Πάντειου είναι μεγάλο, οι ανάγκες σε θέματα τεχνικών υποδομών τεράστιες, θέλουμε περισσότερα συγγράμματα, καλύτερη σίτιση, ανακαίνηση της φοιτητικής εστίας..."
Όλα αυτά που άκουγε του φέρανε το παρελθόν μπροστά του και απορροφημένος στις σκέψεις του βρέθηκε να καλεί το ανσασέρ που θα τον οδηγούσε στο τμήμα των σπουδών του. Ένοιωθε ανυπόμονος και σκέφθηκε πως έπρεπε να μειώσει τη φόρτιση που είχε, και να είναι ψυχρός με την όλη κατάσταση. Ήταν προσωπική του υπόθεση, άρα μπορούσε να είναι ψύχραιμος.
Το ανσασέρ ήρθε επιτέλους. Χώθηκε μέσα μαζί με έναν αστείο τυπάκο που φορούσε μια περίεργη μπλούζα:<Γάλα Όλυμπος> έγραφε σε ένα σηματάκι αριστερά στο στήθος του. Ο τύπος που είχε ένα χαριτωμένο υφάκι χαμογέλασε λέγοντάς του, σαν να κατάλαβε:
-Το μπλουζάκι, ε...μου έχει μείνει από τότε που δούλευα εκεί.
Ήταν σαν ένα μικρό διάλειμμα στην αγωνία του. "Ας είναι καλά ο άνθρωπος" σκέφθηκε βγαίνοντας από το ανσασέρ. Είχε ήδη φτάσει στον 3ο όροφο επιταχύνοντας για τον γκισέ της γραμματείας. Εκεί είχε αναρτηθεί η ανακύρηξη. Άρχισε να ψάχνει το όνομα του ενώ άκουγε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Η ματιά του έτρεξε γρήγορα πάνω στη λίστα μέχρι που σταμάτησε στο όνομα του. Ναι, τώρα πια το πτυχίο ήταν γεγονός. Ξαφνικά, αισθάνθηκε η στιγμή να τον λυγίζει. Αλλά είχε προετοιμαστεί γι' αυτό και κατάφερε να κρατηθεί. Άλλωστε ήταν νωρίς για να συγκινηθεί από τώρα. Και μάλλον γι' αυτό απέφυγε τους φωτογράφους.
Ήταν όμως το πρώτο ρ ά γ ι σ μ α.
Τα διαδικαστικά με τη γραμματεία κράτησαν ελάχιστα λεπτά. Άκουσε μια φωνή να λέει:
-Η ορκομωσία θα γίνει στο νέο κτίριο, στην αίθουσα "Σάκη Καράγιωργα".
Ξεχύθηκε για εκεί. Η νίκη είχε επιτευχθεί, απέμενε μόνο η "επιβράβευση". Πράγματα μικρά και ασήμαντα για κάποιους άλλους, ίσως και για τον ίδιο βέβαια. Η στιγμή όμως τα έκανε μεγάλα και σπουδαία.
Πριν πάει στην τελετή πρόλαβε να σκεφτεί το καρτοτηλέφωνο. Με γρήγορα βήματα έφτασε στο κυλικείο. Σήκωσε το ακουστικό, σχημάτισε τον αριθμό που ήθελε και περίμενε. Από την άλλη γραμμή ακούστηκε μια κουρασμένη αλλά γλυκειά φωνή. Ήταν η μητέρα του. Ζούσε μακριά της και ήθελε να της δώσει χαρά. Άλλωστε αγκαλιά μαζί είχαν κλάψει όταν έμαθαν ότι είχε περάσει στο πανεπιστήμιο. Κι όλα αυτά πριν 26 ολόκληρα χρόνια. Ζαλίστηκε μόνο που το σκέφθηκε. Της ανήγγειλε λοιπόν το γεγονός κάπως τυπικά για να μην τον προδώσει η σπασμένη από την συγκίνηση φωνή του. Εκείνη έκλαψε για λίγο. Της είπε πως όταν μπορούσε θα την ξανάπαιρνε. "Τελικά, καλύτερα μόνος", σκέφθηκε κλείνοντας το ακουστικό.
Απομακρύνθηκε από το καρτοτηλέφωνο, διέσχισε το προαύλιο και κατευθύνθηκε προς την "στέψη". Η μουσική πλανιώταν στην ατμόσφαιρα, προσθέτοντας κι άλλη συγκίνηση στις αισθήσεις του:"Η πλατεία ήταν γεμάτη με το νόημα που είχε κάτι απ' τις φωτιές, στις γωνίες και τους δρόμους από συντρόφους, οικοδόμους, φοιτητές..." Τί του θύμισε αυτό το τραγούδι. Ανέμελα τα χρόνια, γλυκά τα όνειρα, καράβια οι ελπίδες, ανίκητη η νιότη. Κι όμως, 22 χρόνια χαμένα. Κάνοντας αυτές τις σκέψεις κλονίστηκε, του ήρθε να σωριαστεί κάτω.
Το δεύτερο ρ ά γ ι σ μ α.
Σφίχτηκε ολόκληρος. "Κουράγιο", είπε μέσα του, "ό γέγονε, γέγονε". Όταν ηρέμησε, όρμηξε για τη σκάλα του νέου κτιρίου. Τα σκαλιά του φαίνονταν ατελείωτα, γι αυτό τα ανέβηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ώσπου έφτασε έξω από το αμφιθέατρο. Εκεί τον περίμενε πολύς κόσμος από χαρούμενα πρόσωπα, δροσερά κοριτσίστικα χαμόγελα, περήφανους γονείς, όμορφα ντυσίματα. Αλλά και φωτογράφοι που πολιορκούσαν τους προπτυχιούχους. Τους απέφυγε για δεύτερη φορά. Δεν αισθανόταν καλά. Έβλεπε μπροστά του μια "γιορτή" στην οποία καθυστέρησε να έρθει για πάνω από 20 χρόνια. Και ήταν μόνος, δεν ήξερε κανέναν. Αυτό το τελευταίο ήταν επιλογή του, ένα είδος αυτοτημωρίας. "Έτσι που τα κατάφερες", μονολόγησε.
Γλύστρισε γρήγορα μέσα συην αίθουσα για να βολευτεί σε κάποιο από τα μπροστινά καθίσματα. Χαλάρωσε και άφησε τους φωτογράφους, που τον πλησίασαν πάλι, αυτή τη φορά να τον τραβήξουν.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και η υπεύθυνη του τμήματος της Οικονομικής Περιφερειακής Ανάπτυξης -τμήμα στο οποίο είχε φοιτήσει- πήρε το μικρόφωνο. Αφού τους καλοσώρισε όλους δίνοντας τα συγχαρητήριά της, έδωσε τον λόγο πρώτα στον Αντιπρύτανη και μετά στον Πρόεδρο του τμήματος. Εκείνοι έκαναν από έναν σύντομο χαιρετισμό και κάλεσαν έναν απόφοιτο -πιθανώς τον καλύτερο- να πει τον όρκο. Οι συνάδελφοι του από κάτω, επαναλάμβαναν:
"Επειδή το Άθήνησι Πάντειον των Κοινωνικών και Πολιτικών Έπιστημών Πανεπιστήμιο τη του Πρυτανέως 'επινεύσει, εις τους έαυτώ πτυχιούχους δοκιμάσαι με καταξίωσεν..."Η συγκίνηση στο αμφιθέατρο μεγάλη, η ατμόσφαιρα απροσδόκητα πανηγυρική, τα φλας να δίνουν και να παίρνουν. Και σαν έφτασε η ώρα όπου ένας-ένας αναγγελόταν και έπαιρνε το πτυχίο του, τα χειροκροτήματα μπλέχτηκαν με τις επευφημίες, τα γέλια με τα δάκρυα, οι αγκαλιές με τους κόπους μιας ζωής. Ήταν εκεί γονείς, αδέλφια, αρραβωνιαστικές, φίλοι... Εκείνος μόνος. Χαιρόταν όμως, χαιρόταν πολύ για τους άλλους. "Μπράβο παιδιά", σκέφτηκε. "Εύχομαι η δροσιά και η ελπίδα που καθρεφτίζεται στα νεανικά σας πρόσωπα, να μην πάει χαμένη", ξανασκέφθηκε.
Διέκοψε τη σκέψη του γιατί έφτασε η ώρα. Η δική του ώρα. Σηκώθηκε γρήγορα και καθώς πλησίασε στο χώρο της απονομής, ακούστηκε το όνομα του. Έκανε τρία αργά βήματα για να φτάσει στον Αντιπρύτανη ο οποίος του παρέδωσε το πτυχίο. Εισέπραξε τρεις χειραψίες, όλες με την ίδια ευχή:-Συγχαρητήρια...Συγχαρητήρια...Συγχαρητήρια!
-Ευχαριστώ πολύ για όλα, βρήκε το κουράγιο να πει και απομακρύνθηκε
Δεν βγήκε αμέσως από την αίθουσα. Ήθελε να δει και τους υπόλοιπους να "βραβεύονται", μη θέλοντας να αφήσει τη "γιορτή". Ήθελε να νοιώσει όσο γινόταν μεγαλύτερη χαρά, να κλέψει όση περισσότερη δροσιά μπορούσε, να αισθανθεί νέος, να πιστεύει ότι δεν υπήρχαν χαμένα χρόνια, ότι ήταν εκεί στην ώρα του και αποφοιτούσε όταν έπρεπε, έχοντας έτσι όλη τη ζωή μπροστά του. Αναλογίστηκε, πώς κατάφερε και βρήκε το κουράγιο για να περάσει αυτή τη δοκιμασία. Γιατί για δοκιμασία επρόκειτο. Εκείνος ξένος, εκείνοι είκοσι και βάλε χρόνια νεώτεροί του. Παιδιά του! Και μάλιστα, έχοντας δικαίωμα να κάνουν λάθη. Ο χρόνος ήταν δικός τους και το κουβάρι του ξετυλιγόταν ατελείωτο μπροστά τους. Εκείνος όμως είχε ήδη χάσει. Βέβαια, ποτέ δεν είναι αργά, κι αυτό που είχε κάνει ήταν ένας μικρός άθλος. Να γυρίσει στον "τόπο του εγκλήματος" μετά από χρόνια, να ξανακάτσει -άβολα πια είναι αλήθεια- στα θρανία για να αποφοιτήσει.
Με αυτές τις σκέψεις ξαναβγήκε στον προαύλιο χώρο, κατευθυνόμενος για τη μηχανή του. Όμως κοντοστάθηκε. Σκέφτηκε κάτι, άλλαξε γνώμη και γύρισε πίσω στους χώρους της σχολής. Μπήκε στο παλιό κτίριο, που ήξερε πολύ καλά. Περιηγήθηκε στο καφενείο, τη βιβλιοθήκη, τους διαδρόμους, τις αίθουσες. Ρούφαγε κάθε τετραγωνικό μέτρο του κτιρίου. Δεν ήθελε να φύγει αλλά έπρεπε για το καλό του. Η συγκινησιακή του φόρτιση ερχόταν πάλι. Βγήκε έξω. Η μουσική που ακουγόταν από τα μεγάφωνα τον "έριξε" κι άλλο: "...η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες με σημαίες με σημαίες και με ταμπούρλα...όταν σκοτώνονται όταν σκοτώνονται...ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μέσα απ' τ άγρια γένια του..."
Έφτασε στη μηχανή του πάλι. Ανέβηκε και κατέβασε με δύναμη τη μανιβέλα, γκαζώνοντας για το σπίτι του. Όμως είχε αρχίσει να σπάει. Είχε κι αυτός σηκώσει το φορτίο του σ' αυτή τη ζωή, και ήθελε να ελαφρύνει από το βάρος αυτής της μέρας. Δε βαστούσε άλλο.
Το τρίτο ρ ά γ ι σ μ α.
Οδηγούσε και άρχισαν να κυλούν δάκρυα μέσα από το κράνος και τα γυαλιά του. Δεν τον έβλεπε κανείς και μπορούσε να ξαλαφρώσει. "Ναι, πήρα το πτυχίο" ψέλλισε, "είναι απίστευτο"..."έκανα κι εγώ κάτι"..."κατάφερα κι εγώ κάτι, μικρό αλλά κάτι ρε γαμώτο μου"..."κάτι αξίζω κι εγώ"..."κάτι, κάτι...". Σκέψεις γεμάτες ενοχές αλλά τόσο ανακουφιστικές. Τα δάκρυα κυλούσαν ασταμάτητα. Κοίταξε στον καθρέφτη της μηχανής. Είχε γίνει κατακόκκινος και καθώς αδιαφορούσε για ότι γινόταν γύρω του, συνέχισε να βγάζει από μέσα του πίκρα. Έκλαιγε, έκλαιγε μέχρι που "στέγνωσε".
Είχε συνέλθει όταν πλησίαζε στο σπίτι του "τροπαιούχος", με το πτυχίο ευλαβικά φυλαγμένο σε μια τσάντα. Εδώ που τα λέμε, η ζωή θα συνεχιζόταν ίδια, δεν θα άλλαζε και τίποτα. Μια μάχη ήταν και τίποτε άλλο. Τον πόλεμο τον είχε χάσει προ πολλού. Απλώς είχε δώσει μια ικανοποίηση στον εαυτό του. Αύριο θα πήγαινε πάλι για δουλειά. Ποιά δουλειά; Μα θα εξακολουθούσε να πλένει τζάμια γυρνώντας στους δρόμους.
Έφτασε στην πολυκατοικία που έμενε, κατέβηκε από τη μοτοσυκλέτα και πήρε μια βαθιά ανάσα. Τώρα το άγχος του είχε φύγει. Άρχισε να σιγοτραγουδάει: "Η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα...".
Τελικά, ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Ήταν 13 Οκτώβρη του 2004


*Το παρόν διήγημα κατέκτησε τον α' έπαινο στον Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Δήμου Πετρούπολης, το 2006.

Δεν υπάρχουν σχόλια: