21 Δεκ 2007

Μια αληθινή (Χριστουγενιάτικη) ιστορία...



Είναι παραμονή Χριστουγέννων του 2004 μεσημεράκι, και είμαι κάπου στην Κηφισιά. Έχω τελειώσει με όλες τις εκρεμότητες της δουλειάς και φεύγοντας από το γραφείο σκέφτομαι, μέρα που είναι να πάρω από κάπου γλυκά για το σπίτι. Κάνει κρύο. Πηγαίνοντας με τα πόδια κατευθύνομαι σε ένα γνωστό για τα νόστιμα γλυκά του ζαχαροπλαστείο. Φθάνοντας εκεί βλέπω την συνηθισμένη αυτές τις ημέρες εικόνα. Ένας ηλικιωμένος Ρώσος, συνεπής στο "ραντεβού" του, παίζει χριστουγιενιάτικες μελωδίες στο ακορντεόν του. Ερχόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο, μου χαμογελάει και του το ανταποδίδω. Του κάνω νόημα ότι θα επιστρέψω σε λίγο μιας και δεν είχα ψιλά. Μπαίνω μέσα και χωρίς πολλή σκέψη διαλέγω τις γιορτινές λιχουδιές που ξέρω ότι αρέσουν στους δικούς μου. Η μελωδίες από τον μουσικό του δρόμου ηχούν όμορφα στα αυτιά μου. Τα μάτια μου κοιτώντας ασυναίσθητα έξω, ψάχνουν τον Ρώσο. Όμως αντί για αυτόν βλέπουν ένα κοριτσάκι με όμορφο κεφαλάκι να έχει κολήσει το πρόσωπο του στη βιτρίνα του καταστήματος. Δεν ξέρω γιατί αλλά βγαίνω έξω για να το προσέξω καλύτερα. Είναι ένα γυφτάκι μάλλον, λίγο βρώμικο αλλά πανέμορφο με πλούσια μαύρα μαλλιά τυλιγμένα σε δύο τσαχπίνικα κοτσιδάκια. Φαίνεται ότι κρυώνει. Αυθόρμητα πάω κοντά της και της μιλάω: "πώς σε λένε;". "Ανούκ" μου απαντάει θαρραλέα αλλα δίχως να με κοιτάζει. "Θες να σου πάρω κάτι;" της λέω βλέποντας ότι κοιτάζει τη βιτρίνα με τα γλυκά. "Οχι" μου απαντάει μονολεκτικά. Τη κοιτάζω προσεκτικότερα. Πρέπει να 'ναι γύρω στα οκτώ με εννέα ετών και δείχνει ότι κοντεύει να γίνει μια δεσποινίδα. Έχει όμως μια παιδικότητα συγχρόνως πράγμα που την κάνει να φαίνεται ένα ώριμο παιδί. "Οι γονείς σου;" ρωτάω. "Εδώ πιο κάτω πουλάνε κρεμμύδες" μου λέει. Μιλάει καθαρά και ήρεμα. Αυτό με κάνει να αισθανθώ άνετα και αυθόρμητα πάω προς το μέρος της.
Μετά από ένα λεπτό βρισκόμαστε και οι δύο μέσα στο ζαχαροπλαστείο και τρώμε κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Πληρώνω και της γνέφω να φύγουμε. Τα μάτια της είναι γεμάτα τρυφερότητα. Την βουτάω και την σηκώνω ψηλά στην αγκαλιά μου. Εκείνη αν και ντρέπεται, το υπομένει. Προχωράμε προς την εξοδο. Η μουσική τώρα ακούγεται έντονα και ο Ρώσος μουσικός τραγουδάει με βαριά αγγλικά: "If I was a rich man..." Αναγνωρίζω τον σκοπό. Είναι από τον "βιολιστή της στέγης". Ψάχνω τις τσέπες μου και του δίνω ένα χαρτονόμισμα. "Σπασίμπα", μου φωνάζει όλο ευχαρίστηση. Γυρίζω προς την πλευρά του κοριτσιού και του δίνω κι εκείνου ένα ίδιο. ΣκύΒω και το φυλάω. Εκείνο μου λέει "ευχαριστώ" με κάποιο δισταγμό κι αρχίζει και τρέχει. Φτάνοντας στο απέναντι πεζοδρόμιο στρίβει τη μουρίτσα του προς εμένα και με χαιρετάει με ένα ευτυχισμένο χαμόγελο. Απομακρύνεται και χάνεται μες το πλήθος. Πιάνω τον εαυτό μου να αποχαιρετάει τον ακορντεονίστα και να χαμογελάει για τις σκέψεις του: "σήμερα έκανα μια καλή πράξη, εύχομαι να μην είναι η τελευταία". Και με αυτούς τους συλλογισμούς και έχοντας το κουτί με τα γλυκά στα χέρια, κάνω να πάω για το αυτοκίνητο μου που με περιμένει να πάμε σπίτι. Ο δρόμος είναι γεμάτος από φώτα, στολίδια, βιτρίνες γιορτινές και χαρούμενες παιδικές φωνούλες. Η μουσική από το ακορντεόν αντέχει κι ακούγεται μέσα στο πλήθος.

Θα 'θελα πολύ να μπορούσα και φέτος να κάνω μια καλή πράξη. Αλήθεια λέω, πολύ...

Εύχομαι ειλικρινά, από τα βάθη της καρδιάς μου σε όλους σας να περάσετε όμορφα. Καλά Χριστούγεννα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: