- Μπαμπά, πιστεύεις στον Άγιο Βασίλη; ρώτησε ο Ιάσων λίγο πριν την τελευταία καληνύχτα.
- Ναι αγόρι μου… βέβαια, ήταν η απάντηση με κάποιο δισταγμό.
- Εσύ όμως, μου’ χεις πει, ότι πιστεύεις μόνο σε ό,τι μπορείς να δεις, επέμενε ο μικρός, με την αθωότητα της ηλικίας των επτάμισυ χρόνων.
- Συμφωνώ, αλλά να’ σαι σίγουρος, πως στα παιδάκια που δεν κοιμούνται, ο Άγιος Βασίλης δεν φέρνει δώρα, ανταπάντησε ο πατέρας του κάνοντας προσπάθεια να φανεί αυστηρός, νιώθοντας λιγάκι ένοχος που είχε πρόσφατα προσπαθήσει να εξηγήσει στον γιο του γιατί δεν πίστευε κάπου, αλλά και τι σημαίνει άθεος, όπως ήταν ο ίδιος. Τελικά μάλλον τον είχε μπερδέψει περισσότερο.
- Ναι, αλλά ξέρεις, η δασκάλα σήμερα στο σχολείο μας είπε, ότι δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης και ότι τα δώρα μας τα φέρνουν οι γονείς μας. Δηλαδή μου ’λεγες ψέματα τόσο καιρό; απάντησε με φωνή όλο παράπονο ο Ιάσων που δεν έλεγε να κοιμηθεί.
Του ’ρθε λίγο ξαφνικό το τελευταίο του Φραγκίσκου. Η οικογένειά του ήταν πάππου προς πάππου έμποροι με βενετσιάνικες καταβολές και οι περισσότεροι Καθολικοί στο θρήσκευμα. Άλλωστε και ο ίδιος είχε βαπτιστεί στον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, στην μητρόπολη των Καθολικών της Αθήνας. Άλλο που ο ίδιος αργότερα, έφηβος ων, μετά από ενδελεχείς αναζητήσεις, είχε καταλήξει να αποκηρύξει όλες τις θρησκείες. <<Η θρησκεία είναι το δηλητήριο του λαού>> έλεγε συχνά, <<όχι το όπιο, γιατί αυτό ίσως είναι και ευχάριστο για μερικούς>>. Και συμπλήρωνε, <<διχάζει το λαό και απομονώνει το άτομο>>. Η παράδοση όμως του Άγιου Βασίλη, περιέργως στην ψυχή του ήταν δυνατή. Και μάλιστα την είχε περάσει και στην γυναίκα του τη Ρεβέκκα αν και η ίδια είχε εβραϊκές ρίζες.
- Ναι, ίσως και να μην υπάρχει Ιάσονα μου, απάντησε μετά από σκέψη.
- Όχι, όχι, όχι! Υπάρχει, υπάρχει, υπάρχει!, φώναξε με πείσμα ο Ιάσων και θα μου φέρει ένα αδελφάκι που σας το ζητάω τόσο καιρό, συμπλήρωσε με το γνωστό παραπονιάρικό του ύφος.
- Καλά αγόρι μου υπάρχει, τον καθησύχασε εκείνος, μετανιώνοντας για την προηγούμενη του φράση. <<Αυτό έλειπε τώρα, η δασκάλα να μας χαλάσει το παραμύθι του Άγιου Βασίλη>>, σκέφτηκε. Κοιμήσου τώρα αγοράκι μου, ξημερώνει Πρωτοχρονιά και το πρωί έχουμε να ανοίξουμε τα δώρα μας. Καληνύχτα! Και πριν απομακρυνθεί έσκυψε και τον φίλησε.
- Καληνύχτα μπαμπάκα, αλλά εγώ ξέρεις τι δώρο θα ήθελα, απάντησε ο μικρός με ένα χασμουρητό στα λόγια του.
Ο Φραγκίσκος έφυγε από το υπνοδωμάτιο πατώντας σιγά και πήγε για το σαλόνι. Κατεβαίνοντας την σκάλα έφτασε στο μπαράκι που ήταν από κάτω. Σερβίρισε τον εαυτό του ένα ποτήρι κρασί, και κάθισε αναπαυτικά στην αγαπημένη του μπρεζιέρα που ήταν δίπλα στο τζάκι. Άπλωσε τα πόδια του στο υποπόδιο και έστρεψε το βλέμμα του στην φωτιά που έκαιγε, αφήνοντας το να βυθισθεί μέσα της. Αυτό τον χαλάρωσε. Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν περασμένες δυο μετά τα μεσάνυχτα. Πήρε την φωτογραφία του γιου του που ‘χε στο μικρό τραπεζάκι δίπλα από εκεί που καθόταν, και κοιτώντας την μουρμούρισε:<< Έχει δίκιο το παιδί να θέλει αδερφάκι. Τι φταίει αυτό, που εγώ και η μητέρα του τεμπελιάσαμε από εγωισμό και δειλία. Ας είναι όμως. Τώρα θα αλλάξουν τα πράγματα.>> Ρούφηξε δυο γουλιές κρασί και συνέχισε να αναλογίζεται το πρόσφατο παρελθόν. Ήταν οι πρώτες ώρες του νέου χρόνου και αυτό ανέκαθεν τον εξιτάριζε.Συνέχισε να περιπαίζει με τις σκέψεις του και η θύμηση τον πήγε ένα χρόνο πίσω. Την προηγούμενη παραμονή Πρωτοχρονιάς. Έκλεισε τα μάτια. Όλα φαίνονταν σαν να ξετυλίγονταν, εκ νέου, μπροστά του…
- Κύριε, το παιδί είναι ζωντανό!, φώναξε με χαρά ο νεαρός πυροσβέστης, είναι το πνεύμα των ημερών, θαύμα!
Πράγματι, παρ’ όλο που η σύγκρουση ήταν σφοδρότατη και παρ’ όλες τις προσπάθειες των πυροσβεστών να απεγκλωβίσουν γρήγορα τους επιβάτες από το ΙΧ, το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό. Δύο άνθρωποι βρίσκονταν στα μπροστινά καθίσματα έχοντας υποκύψει στα τραύματα τους. Όμως να που το αγοράκι τους, μόλις εξήμισυ χρόνων, ήταν σώο και αβλαβές, στερεωμένο στο καθισματάκι του τυλιγμένο με μια κουβέρτα. Ο Φραγκίσκος είχε ειδοποιηθεί μόλις δέκα λεπτά μετά το δυστύχημα, καθώς περαστικοί γείτονες είχαν αναγνωρίσει το αυτοκίνητο της εταιρίας του, το οποίο πριν από λίγο βρισκόταν σπίτι του. Είχε καλέσει τους υπαλλήλους του, τον Άριαν και την Κορνέλια μαζί με τον γιο τους, για να αλλάξουν όλοι μαζί το χρόνο. Ήταν ένα γλυκύτατο ζευγάρι, μετανάστες, εκείνος από τα Σκόπια και εκείνη από την Ρωσία. Είχαν γνωριστεί και παντρευτεί στην Ελλάδα, αποκτώντας ένα τετραπέρατο αγόρι συνομήλικο με τον Ιάσονα.
Σήμερα, ένα χρόνο μετά, δεν είχε ξεπεράσει τις τύψεις που τον βάραιναν. Ένιωθε συνεργός στο δυστύχημα, επειδή δεν είχε κρατήσει τους καλεσμένους του να κοιμηθούν στο σπίτι του, όπως επέμενε ικετευτικά ο μοναχογιός του. Και αυτό γιατί ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, είχε σχεδιάσει να πάει για σκι στο βουνό. Τι το ’θελε; Για να καταπνίξει τις Ερινύες του, αλλά και γιατί αγαπούσε πολύ τον μικρό Ντέγιαν αλλά και τους μετανάστες γενικότερα, ξεκίνησε με λύσσα μια δικαστική διαμάχη με τον άνθρωπο που προκάλεσε το τροχαίο. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αγωνίστηκε με πάθος – τρέχοντας παντού - για την υιοθεσία του ορφανού. Όταν δε, κάποιοι συγγενείς έμαθαν τα καθέκαστα, και τόλμησαν να έχουν ενστάσεις, η απάντησή του ήταν απόλυτη: <<Είμαστε όλοι μετανάστες>>.
Ήταν ένας αγώνας διμέτωπος, που όμως είχε φτάσει στο τέλος του. Υπήρξε άλλωστε τυχερός γιατί ο εισαγγελέας που ανέλαβε την υπόθεση κινήθηκε αυτεπάγγελτα και με την διαδικασία του κατεπείγοντος. Υπήρχαν μάρτυρες στο περιστατικό οι οποίοι είδαν τον οδηγό μιας νταλίκας να κινείται στο αντίθετο ρεύμα και να ρίχνει το τεράστιο όχημα του σχεδόν πάνω στο ΙΧ όπου επέβαιναν ο Άριαν, η Κορνέλια και το μοναχοπαίδι τους. Ο νταλικέρης πάτησε με δύναμη όλα τα φρένα, αλλά δεν τα κατάφερε. Ήταν σχεδόν τύφλα στο μεθύσι. Η τροχαία που έφτασε σχετικά γρήγορα, δεν δυσκολεύτηκε να βγάλει συμπέρασμα για να ένα σχεδόν ειδεχθές, όπως αποδείχτηκε αργότερα, έγκλημα. Και ο αυτουργός ήταν εκεί ανήμπορος να αντιδράσει, ούτε με το σώμα, ούτε με το πνεύμα. Ήταν ένας άντρας 35 χρόνων με ένα σταυρό για τατουάζ στο ένα του μπράτσο. Στο παρμπρίζ δε του οχήματος του υπήρχε ένα φανταχτερό αυτοκόλλητο που έγραφε: Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ, και από κάτω ένα μικρότερο: ΕΞΩ ΟΙ ΞΕΝΟΙ. Τελικά ο τύπος είχε καταφέρει να εξολοθρεύσει δυο <<εχθρούς>> του .
Τουλάχιστον όμως, αυτή η πικρή ιστορία είχε αίσιο τέλος. Το δικαστήριο είχε εδώ και λίγες μέρες βγάλει την απόφαση του. Το σκεπτικό ήταν, ότι αφού ο μικρός Ντέγιαν δεν είχε πουθενά συγγενείς να εκδηλώσουν ενδιαφέρον για την ζωή του - παρ’ όλες τις ενέργειες που ακολουθήθηκαν από τους αρμόδιους φορείς του Ελληνικού κράτους - δικαιωματικά ένα χρόνο μετά, πέρναγε στην κηδεμονία του Φραγκίσκου και της Ρεβέκκας.
Κάπου μ’ αυτές τις σκέψεις, κοίταξε το μεγάλο ρολόι που βρισκόταν στο διάδρομο που χώριζε το μικρό καθιστικό από την βιβλιοθήκη του σπιτιού. Η ώρα είχε πάει ήδη τέσσερις παρά. Ένοιωσε κάπως ιδρωμένος. Η νύχτα του φαινόταν μεγάλη. Στις επτά ακριβώς θα πήγαινε να παραλάβει το καινούργιο μέλος της οικογένειας. Ένοιωθε όμως και ζαλισμένος από το αρκετούτσικο κρασί που είχε ήδη πιει απόψε. Φέτος είχε διοργανώσει ένα ρεβεγιόν Πρωτοχρονιάς μόνο για εκείνον, την γυναίκα του και το παιδί του. Και η αλήθεια είναι ότι και οι τρεις τους είχαν περάσει υπέροχα. Κάνοντας διάφορες ευχάριστες σκέψεις για το πώς θα ήταν η ζωή τους από εδώ και πέρα αποκοιμήθηκε.
Πετάχτηκε ξαφνικά επάνω βλέποντας ότι η ώρα ήταν ήδη επτά παρά. Ντυμένος καθώς ήταν, βούτηξε τα κλειδιά του αυτοκίνητου, και πατώντας στις μύτες ανέβηκε γρήγορα τη σκάλα που οδηγούσε στον επάνω όροφο. Βημάτισε προσεκτικά περνώντας από τις κρεβατοκάμαρες. Η Ρεβέκκα κοιμόταν βαριά, το ίδιο και ο Ιάσων, έχοντας μάλιστα ένα χαρακτηριστικό χαμόγελο στο ύφος του. Χαμογέλασε και ο Φραγκίσκος και κατευθύνθηκε για την γκαρνταρόμπα του σπιτιού. Εκεί τράβηξε ένα σακάκι και έφυγε σβέλτα, κατεβαίνοντας πάλι την σκάλα, αυτή τη φορά προς την πόρτα του γκαράζ. Μπήκε στο αυτοκίνητο και οδηγώντας το έξω στο δρόμο κατέβασε το παράθυρο. Ένοιωσε τον παγωμένο αέρα να του χαϊδεύει το πρόσωπο. Αισθανόταν καλύτερα. Κοίταξε προς τον ουρανό. Ψιλοχιόνιζε. Έπιασε τον εαυτό του να μιλάει μόνος του. <<Είμαστε τρεις και ευτυχισμένοι, ευκαιρία να γίνουμε τέσσερις.>> Η χαρά του ήταν διπλή γιατί πρωτίστως θα πρόσφερε ευτυχία σε δυο παιδιά. Τώρα το συνειδητοποιούσε.
Όταν γύρισε δεν ήταν μόνος. Πλάι του βρισκόταν ο Ντέγιαν. Ανυπόμονος να δει τα αγαπημένα του πρόσωπα, στάθμευσε το αυτοκίνητο έξω στο δρόμο. Ανέβηκε τα σκαλιά της εξώπορτας και καλώντας τον Ντέγιαν που στεκόταν σιωπηλός, γύρισε αργά το κλειδί της πόρτας. Μπαίνοντας μέσα διαπίστωσε πως ακόμα κοιμόντουσαν. Η ώρα είχε πάει εννέα και μισή. Είχε αργήσει με τα διαδικαστικά του ιδρύματος. Προχώρησε με τον Ντέγιαν μέχρι το Χριστουγεννιάτικο δέντρο που έστεκε πελώριο, κατάφωτο και βαριά στολισμένο μπροστά στην μπαλκονόπορτα του μεγάλου καθιστικού.
- Περίμενε για λίγο Ντέγιαν αγόρι μου, είπε ευγενικά και κατόπιν άρχισε να φωνάζει τραγουδιστά: <<Χρόνια πολλά καλή Π-ρ-ω-τ-ο-χ-ρ-ο-ν-ι-ά! Ανοίγουμε δ-ώ-ρ-α.>> Ακούστηκαν βήματα από επάνω. Πήρε θάρρος και φώναξε τώρα πια με περισσότερο ενθουσιασμό: <<Για περάστε, για περάστε, πλησιάστε και κοπιάστε. Δώρα για μικρούς και μεγάλους>> και έκανε νόημα στον Ντέγιαν να κρυφτεί πίσω από το έλατο.
- Μπαμπά, μπαμπά!, αποκρίθηκε ο Ιάσονας.
- Έλα Φραγκίσκο, ακούστηκε και η Ρεβέκκα.
Οι δυο άνθρωποι που αγάπησε όσο τίποτα στον κόσμο ξεπρόβαλαν από τα δωμάτιά τους. Ο γιος του μάλιστα ξεχύθηκε προς το μέρος του.
- Σιγά, περίμενε Ιάσων, είπε ο πατέρας του. Πρώτα το δώρο της μαμάς και μετά το δικό σου το καλό, συμπλήρωσε με νόημα κοιτάζοντας την γυναίκα του που πλησίαζε σιγά σιγά και αυτή.
Τότε τράβηξε γρήγορα κάτω από το γιορτινό δέντρο ένα βελούδινο δαμασκηνί κουτί και το πρόσφερε στην σύντροφό του.
- Σε ευχαριστώ άγγελέ μου, του ψιθύρισε εκείνη με συγκίνηση.
- Το βιβλίο που ήθελες τόσο πολύ, της είπε αφοπλιστικά.
Μέσα απ’ το κουτί ξεπρόβαλλε ένας δερματόδετος σπάνιος τόμος του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, σπάνιο αντίτυπο του περασμένου αιώνα σχετικά με τα Φαγιούμ της Αιγύπτου. Η Ρεβέκκα ήταν αρχαιολόγος στο επάγγελμα. Μάλιστα εδώ και λίγα χρόνια έκανε καριέρα ερευνώντας τις αρχαιότητες της πατρίδας των Φαραώ, κάνοντας συχνά το δρομολόγιο Αθήνα-Λονδίνο-Κάιρο. Έμοιαζε πολύ ευτυχισμένη και με παιδική ορμητικότητα φίλησε τον δωρητή της, μη ξεκολλώντας τα μάτια της από το πολύτιμο κειμήλιο.
- Μπαμπά εγώ; ψέλλισε σχεδόν απελπισμένα ο Ιάσων.
- Εσύ;, είπε ρωτώντας ο μπαμπάς. Μην ανησυχείς, σου΄ χω ότι πιο πολύτιμο δώρο μπορεί να έχει ένα παιδί. Κοίταξε πίσω από το έλατο, συμπλήρωσε προστάζοντάς τον περιπαιχτικά. Ο Ιάσων προχώρησε προς το δέντρο και με λίγο φόβο αλλά και συνάμα μεγάλη περιέργεια προχώρησε πίσω του. Η έκπληξη του ήταν μεγάλη όταν αντίκρισε τον Ντέγιαν.
- Εσύ εδώ; κατάφερε να πει με απορία κοιτάζοντας τον από πάνω έως κάτω.
- Σ΄ αρέσει το δώρο σου; Ο Ντέγιαν θα μείνει μαζί μας για πάντα. Είναι το αδελφάκι που τόσο ήθελες, είπε συγκινημένος ο Φραγκίσκος.
Ο Ιάσων είχε μείνει άναυδος. Του πήρε λίγα δεπτερόλεπτα για να συνέλθει και να μπορέσει να πει σιγά <<σας ευχαριστώ.>>
- Μην ευχαριστείς εμάς αλλά τον Άγιο Βασίλη παιδί μου. Μόνο αυτός θα μπορούσε να κάνει τέτοιο θαύμα. Γιατί το να συμβεί αυτό, μόνο θαύμα μπορείς να το πεις!, είπε η Ρεβέκκα προσπαθώντας να κρατήσει ένα δάκρυ που τρεμόπαιζε στην άκρη του ματιού της.
- Είδατε που σας είχα πει ότι υπάρχει Άγιος Βασίλης; φώναζε ο μικρός και έτρεξε να αγκαλιάσει τους γονείς του. Κατόπιν πήρε τον <<αδερφό>> του από το χέρι και έφυγαν για το δωμάτιο του, ξεχνώντας πάνω στον ενθουσιασμό του να προσφέρει κι αυτός τα δώρα του – κάτι όμορφες ζωγραφιές του – που είχε κρύψει πίσω από τη φάτνη των Χριστουγεννιάτικου δέντρου.
- Ευχαριστώ πολύ, σας ευχαριστώ όλους, ακούστηκε από το βάθος χαρούμενη η φωνή του Ντέγιαν με τα χαρακτηριστικά ελληνικά του.
Ο Φραγκίσκος πέρασε το μπράτσο του γύρω από τη μέση της Ρεβέκκας, τη κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και είπε ψιθυριστά:
- Ίσως πραγματικά να υπάρχει ο Άγιος Βασίλης, μόνο που δεν τον βλέπουμε. Ίσως υπάρχει μέσα μας, φωλιάζει στην ψυχή του καθενός μας σαν ένας προσωπικός Άγιος που περιμένει να κάνουμε το καλό κι αν τον πιστέψουμε να πραγματοποιήσουμε το όνειρό μας, το προσωπικό μας θαύμα. Το θαύμα της ζωής μας. Ο κάθε άνθρωπος αν έσωζε από την αδικία έναν συνάνθρωπο του σαν τον Ντεγιον θα χάριζε ευτυχία στον κόσμο, θα ελάφρυνε την ψυχή του. Αξίζει να δοκιμάσουμε. Χρόνια μας πολλά, καλή χρόνια. Ο Άγιος Βασίλης το’ κανε το θαύμα του.
- Ναι αγόρι μου… βέβαια, ήταν η απάντηση με κάποιο δισταγμό.
- Εσύ όμως, μου’ χεις πει, ότι πιστεύεις μόνο σε ό,τι μπορείς να δεις, επέμενε ο μικρός, με την αθωότητα της ηλικίας των επτάμισυ χρόνων.
- Συμφωνώ, αλλά να’ σαι σίγουρος, πως στα παιδάκια που δεν κοιμούνται, ο Άγιος Βασίλης δεν φέρνει δώρα, ανταπάντησε ο πατέρας του κάνοντας προσπάθεια να φανεί αυστηρός, νιώθοντας λιγάκι ένοχος που είχε πρόσφατα προσπαθήσει να εξηγήσει στον γιο του γιατί δεν πίστευε κάπου, αλλά και τι σημαίνει άθεος, όπως ήταν ο ίδιος. Τελικά μάλλον τον είχε μπερδέψει περισσότερο.
- Ναι, αλλά ξέρεις, η δασκάλα σήμερα στο σχολείο μας είπε, ότι δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης και ότι τα δώρα μας τα φέρνουν οι γονείς μας. Δηλαδή μου ’λεγες ψέματα τόσο καιρό; απάντησε με φωνή όλο παράπονο ο Ιάσων που δεν έλεγε να κοιμηθεί.
Του ’ρθε λίγο ξαφνικό το τελευταίο του Φραγκίσκου. Η οικογένειά του ήταν πάππου προς πάππου έμποροι με βενετσιάνικες καταβολές και οι περισσότεροι Καθολικοί στο θρήσκευμα. Άλλωστε και ο ίδιος είχε βαπτιστεί στον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, στην μητρόπολη των Καθολικών της Αθήνας. Άλλο που ο ίδιος αργότερα, έφηβος ων, μετά από ενδελεχείς αναζητήσεις, είχε καταλήξει να αποκηρύξει όλες τις θρησκείες. <<Η θρησκεία είναι το δηλητήριο του λαού>> έλεγε συχνά, <<όχι το όπιο, γιατί αυτό ίσως είναι και ευχάριστο για μερικούς>>. Και συμπλήρωνε, <<διχάζει το λαό και απομονώνει το άτομο>>. Η παράδοση όμως του Άγιου Βασίλη, περιέργως στην ψυχή του ήταν δυνατή. Και μάλιστα την είχε περάσει και στην γυναίκα του τη Ρεβέκκα αν και η ίδια είχε εβραϊκές ρίζες.
- Ναι, ίσως και να μην υπάρχει Ιάσονα μου, απάντησε μετά από σκέψη.
- Όχι, όχι, όχι! Υπάρχει, υπάρχει, υπάρχει!, φώναξε με πείσμα ο Ιάσων και θα μου φέρει ένα αδελφάκι που σας το ζητάω τόσο καιρό, συμπλήρωσε με το γνωστό παραπονιάρικό του ύφος.
- Καλά αγόρι μου υπάρχει, τον καθησύχασε εκείνος, μετανιώνοντας για την προηγούμενη του φράση. <<Αυτό έλειπε τώρα, η δασκάλα να μας χαλάσει το παραμύθι του Άγιου Βασίλη>>, σκέφτηκε. Κοιμήσου τώρα αγοράκι μου, ξημερώνει Πρωτοχρονιά και το πρωί έχουμε να ανοίξουμε τα δώρα μας. Καληνύχτα! Και πριν απομακρυνθεί έσκυψε και τον φίλησε.
- Καληνύχτα μπαμπάκα, αλλά εγώ ξέρεις τι δώρο θα ήθελα, απάντησε ο μικρός με ένα χασμουρητό στα λόγια του.
Ο Φραγκίσκος έφυγε από το υπνοδωμάτιο πατώντας σιγά και πήγε για το σαλόνι. Κατεβαίνοντας την σκάλα έφτασε στο μπαράκι που ήταν από κάτω. Σερβίρισε τον εαυτό του ένα ποτήρι κρασί, και κάθισε αναπαυτικά στην αγαπημένη του μπρεζιέρα που ήταν δίπλα στο τζάκι. Άπλωσε τα πόδια του στο υποπόδιο και έστρεψε το βλέμμα του στην φωτιά που έκαιγε, αφήνοντας το να βυθισθεί μέσα της. Αυτό τον χαλάρωσε. Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν περασμένες δυο μετά τα μεσάνυχτα. Πήρε την φωτογραφία του γιου του που ‘χε στο μικρό τραπεζάκι δίπλα από εκεί που καθόταν, και κοιτώντας την μουρμούρισε:<< Έχει δίκιο το παιδί να θέλει αδερφάκι. Τι φταίει αυτό, που εγώ και η μητέρα του τεμπελιάσαμε από εγωισμό και δειλία. Ας είναι όμως. Τώρα θα αλλάξουν τα πράγματα.>> Ρούφηξε δυο γουλιές κρασί και συνέχισε να αναλογίζεται το πρόσφατο παρελθόν. Ήταν οι πρώτες ώρες του νέου χρόνου και αυτό ανέκαθεν τον εξιτάριζε.Συνέχισε να περιπαίζει με τις σκέψεις του και η θύμηση τον πήγε ένα χρόνο πίσω. Την προηγούμενη παραμονή Πρωτοχρονιάς. Έκλεισε τα μάτια. Όλα φαίνονταν σαν να ξετυλίγονταν, εκ νέου, μπροστά του…
- Κύριε, το παιδί είναι ζωντανό!, φώναξε με χαρά ο νεαρός πυροσβέστης, είναι το πνεύμα των ημερών, θαύμα!
Πράγματι, παρ’ όλο που η σύγκρουση ήταν σφοδρότατη και παρ’ όλες τις προσπάθειες των πυροσβεστών να απεγκλωβίσουν γρήγορα τους επιβάτες από το ΙΧ, το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό. Δύο άνθρωποι βρίσκονταν στα μπροστινά καθίσματα έχοντας υποκύψει στα τραύματα τους. Όμως να που το αγοράκι τους, μόλις εξήμισυ χρόνων, ήταν σώο και αβλαβές, στερεωμένο στο καθισματάκι του τυλιγμένο με μια κουβέρτα. Ο Φραγκίσκος είχε ειδοποιηθεί μόλις δέκα λεπτά μετά το δυστύχημα, καθώς περαστικοί γείτονες είχαν αναγνωρίσει το αυτοκίνητο της εταιρίας του, το οποίο πριν από λίγο βρισκόταν σπίτι του. Είχε καλέσει τους υπαλλήλους του, τον Άριαν και την Κορνέλια μαζί με τον γιο τους, για να αλλάξουν όλοι μαζί το χρόνο. Ήταν ένα γλυκύτατο ζευγάρι, μετανάστες, εκείνος από τα Σκόπια και εκείνη από την Ρωσία. Είχαν γνωριστεί και παντρευτεί στην Ελλάδα, αποκτώντας ένα τετραπέρατο αγόρι συνομήλικο με τον Ιάσονα.
Σήμερα, ένα χρόνο μετά, δεν είχε ξεπεράσει τις τύψεις που τον βάραιναν. Ένιωθε συνεργός στο δυστύχημα, επειδή δεν είχε κρατήσει τους καλεσμένους του να κοιμηθούν στο σπίτι του, όπως επέμενε ικετευτικά ο μοναχογιός του. Και αυτό γιατί ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, είχε σχεδιάσει να πάει για σκι στο βουνό. Τι το ’θελε; Για να καταπνίξει τις Ερινύες του, αλλά και γιατί αγαπούσε πολύ τον μικρό Ντέγιαν αλλά και τους μετανάστες γενικότερα, ξεκίνησε με λύσσα μια δικαστική διαμάχη με τον άνθρωπο που προκάλεσε το τροχαίο. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αγωνίστηκε με πάθος – τρέχοντας παντού - για την υιοθεσία του ορφανού. Όταν δε, κάποιοι συγγενείς έμαθαν τα καθέκαστα, και τόλμησαν να έχουν ενστάσεις, η απάντησή του ήταν απόλυτη: <<Είμαστε όλοι μετανάστες>>.
Ήταν ένας αγώνας διμέτωπος, που όμως είχε φτάσει στο τέλος του. Υπήρξε άλλωστε τυχερός γιατί ο εισαγγελέας που ανέλαβε την υπόθεση κινήθηκε αυτεπάγγελτα και με την διαδικασία του κατεπείγοντος. Υπήρχαν μάρτυρες στο περιστατικό οι οποίοι είδαν τον οδηγό μιας νταλίκας να κινείται στο αντίθετο ρεύμα και να ρίχνει το τεράστιο όχημα του σχεδόν πάνω στο ΙΧ όπου επέβαιναν ο Άριαν, η Κορνέλια και το μοναχοπαίδι τους. Ο νταλικέρης πάτησε με δύναμη όλα τα φρένα, αλλά δεν τα κατάφερε. Ήταν σχεδόν τύφλα στο μεθύσι. Η τροχαία που έφτασε σχετικά γρήγορα, δεν δυσκολεύτηκε να βγάλει συμπέρασμα για να ένα σχεδόν ειδεχθές, όπως αποδείχτηκε αργότερα, έγκλημα. Και ο αυτουργός ήταν εκεί ανήμπορος να αντιδράσει, ούτε με το σώμα, ούτε με το πνεύμα. Ήταν ένας άντρας 35 χρόνων με ένα σταυρό για τατουάζ στο ένα του μπράτσο. Στο παρμπρίζ δε του οχήματος του υπήρχε ένα φανταχτερό αυτοκόλλητο που έγραφε: Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ, και από κάτω ένα μικρότερο: ΕΞΩ ΟΙ ΞΕΝΟΙ. Τελικά ο τύπος είχε καταφέρει να εξολοθρεύσει δυο <<εχθρούς>> του .
Τουλάχιστον όμως, αυτή η πικρή ιστορία είχε αίσιο τέλος. Το δικαστήριο είχε εδώ και λίγες μέρες βγάλει την απόφαση του. Το σκεπτικό ήταν, ότι αφού ο μικρός Ντέγιαν δεν είχε πουθενά συγγενείς να εκδηλώσουν ενδιαφέρον για την ζωή του - παρ’ όλες τις ενέργειες που ακολουθήθηκαν από τους αρμόδιους φορείς του Ελληνικού κράτους - δικαιωματικά ένα χρόνο μετά, πέρναγε στην κηδεμονία του Φραγκίσκου και της Ρεβέκκας.
Κάπου μ’ αυτές τις σκέψεις, κοίταξε το μεγάλο ρολόι που βρισκόταν στο διάδρομο που χώριζε το μικρό καθιστικό από την βιβλιοθήκη του σπιτιού. Η ώρα είχε πάει ήδη τέσσερις παρά. Ένοιωσε κάπως ιδρωμένος. Η νύχτα του φαινόταν μεγάλη. Στις επτά ακριβώς θα πήγαινε να παραλάβει το καινούργιο μέλος της οικογένειας. Ένοιωθε όμως και ζαλισμένος από το αρκετούτσικο κρασί που είχε ήδη πιει απόψε. Φέτος είχε διοργανώσει ένα ρεβεγιόν Πρωτοχρονιάς μόνο για εκείνον, την γυναίκα του και το παιδί του. Και η αλήθεια είναι ότι και οι τρεις τους είχαν περάσει υπέροχα. Κάνοντας διάφορες ευχάριστες σκέψεις για το πώς θα ήταν η ζωή τους από εδώ και πέρα αποκοιμήθηκε.
Πετάχτηκε ξαφνικά επάνω βλέποντας ότι η ώρα ήταν ήδη επτά παρά. Ντυμένος καθώς ήταν, βούτηξε τα κλειδιά του αυτοκίνητου, και πατώντας στις μύτες ανέβηκε γρήγορα τη σκάλα που οδηγούσε στον επάνω όροφο. Βημάτισε προσεκτικά περνώντας από τις κρεβατοκάμαρες. Η Ρεβέκκα κοιμόταν βαριά, το ίδιο και ο Ιάσων, έχοντας μάλιστα ένα χαρακτηριστικό χαμόγελο στο ύφος του. Χαμογέλασε και ο Φραγκίσκος και κατευθύνθηκε για την γκαρνταρόμπα του σπιτιού. Εκεί τράβηξε ένα σακάκι και έφυγε σβέλτα, κατεβαίνοντας πάλι την σκάλα, αυτή τη φορά προς την πόρτα του γκαράζ. Μπήκε στο αυτοκίνητο και οδηγώντας το έξω στο δρόμο κατέβασε το παράθυρο. Ένοιωσε τον παγωμένο αέρα να του χαϊδεύει το πρόσωπο. Αισθανόταν καλύτερα. Κοίταξε προς τον ουρανό. Ψιλοχιόνιζε. Έπιασε τον εαυτό του να μιλάει μόνος του. <<Είμαστε τρεις και ευτυχισμένοι, ευκαιρία να γίνουμε τέσσερις.>> Η χαρά του ήταν διπλή γιατί πρωτίστως θα πρόσφερε ευτυχία σε δυο παιδιά. Τώρα το συνειδητοποιούσε.
Όταν γύρισε δεν ήταν μόνος. Πλάι του βρισκόταν ο Ντέγιαν. Ανυπόμονος να δει τα αγαπημένα του πρόσωπα, στάθμευσε το αυτοκίνητο έξω στο δρόμο. Ανέβηκε τα σκαλιά της εξώπορτας και καλώντας τον Ντέγιαν που στεκόταν σιωπηλός, γύρισε αργά το κλειδί της πόρτας. Μπαίνοντας μέσα διαπίστωσε πως ακόμα κοιμόντουσαν. Η ώρα είχε πάει εννέα και μισή. Είχε αργήσει με τα διαδικαστικά του ιδρύματος. Προχώρησε με τον Ντέγιαν μέχρι το Χριστουγεννιάτικο δέντρο που έστεκε πελώριο, κατάφωτο και βαριά στολισμένο μπροστά στην μπαλκονόπορτα του μεγάλου καθιστικού.
- Περίμενε για λίγο Ντέγιαν αγόρι μου, είπε ευγενικά και κατόπιν άρχισε να φωνάζει τραγουδιστά: <<Χρόνια πολλά καλή Π-ρ-ω-τ-ο-χ-ρ-ο-ν-ι-ά! Ανοίγουμε δ-ώ-ρ-α.>> Ακούστηκαν βήματα από επάνω. Πήρε θάρρος και φώναξε τώρα πια με περισσότερο ενθουσιασμό: <<Για περάστε, για περάστε, πλησιάστε και κοπιάστε. Δώρα για μικρούς και μεγάλους>> και έκανε νόημα στον Ντέγιαν να κρυφτεί πίσω από το έλατο.
- Μπαμπά, μπαμπά!, αποκρίθηκε ο Ιάσονας.
- Έλα Φραγκίσκο, ακούστηκε και η Ρεβέκκα.
Οι δυο άνθρωποι που αγάπησε όσο τίποτα στον κόσμο ξεπρόβαλαν από τα δωμάτιά τους. Ο γιος του μάλιστα ξεχύθηκε προς το μέρος του.
- Σιγά, περίμενε Ιάσων, είπε ο πατέρας του. Πρώτα το δώρο της μαμάς και μετά το δικό σου το καλό, συμπλήρωσε με νόημα κοιτάζοντας την γυναίκα του που πλησίαζε σιγά σιγά και αυτή.
Τότε τράβηξε γρήγορα κάτω από το γιορτινό δέντρο ένα βελούδινο δαμασκηνί κουτί και το πρόσφερε στην σύντροφό του.
- Σε ευχαριστώ άγγελέ μου, του ψιθύρισε εκείνη με συγκίνηση.
- Το βιβλίο που ήθελες τόσο πολύ, της είπε αφοπλιστικά.
Μέσα απ’ το κουτί ξεπρόβαλλε ένας δερματόδετος σπάνιος τόμος του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, σπάνιο αντίτυπο του περασμένου αιώνα σχετικά με τα Φαγιούμ της Αιγύπτου. Η Ρεβέκκα ήταν αρχαιολόγος στο επάγγελμα. Μάλιστα εδώ και λίγα χρόνια έκανε καριέρα ερευνώντας τις αρχαιότητες της πατρίδας των Φαραώ, κάνοντας συχνά το δρομολόγιο Αθήνα-Λονδίνο-Κάιρο. Έμοιαζε πολύ ευτυχισμένη και με παιδική ορμητικότητα φίλησε τον δωρητή της, μη ξεκολλώντας τα μάτια της από το πολύτιμο κειμήλιο.
- Μπαμπά εγώ; ψέλλισε σχεδόν απελπισμένα ο Ιάσων.
- Εσύ;, είπε ρωτώντας ο μπαμπάς. Μην ανησυχείς, σου΄ χω ότι πιο πολύτιμο δώρο μπορεί να έχει ένα παιδί. Κοίταξε πίσω από το έλατο, συμπλήρωσε προστάζοντάς τον περιπαιχτικά. Ο Ιάσων προχώρησε προς το δέντρο και με λίγο φόβο αλλά και συνάμα μεγάλη περιέργεια προχώρησε πίσω του. Η έκπληξη του ήταν μεγάλη όταν αντίκρισε τον Ντέγιαν.
- Εσύ εδώ; κατάφερε να πει με απορία κοιτάζοντας τον από πάνω έως κάτω.
- Σ΄ αρέσει το δώρο σου; Ο Ντέγιαν θα μείνει μαζί μας για πάντα. Είναι το αδελφάκι που τόσο ήθελες, είπε συγκινημένος ο Φραγκίσκος.
Ο Ιάσων είχε μείνει άναυδος. Του πήρε λίγα δεπτερόλεπτα για να συνέλθει και να μπορέσει να πει σιγά <<σας ευχαριστώ.>>
- Μην ευχαριστείς εμάς αλλά τον Άγιο Βασίλη παιδί μου. Μόνο αυτός θα μπορούσε να κάνει τέτοιο θαύμα. Γιατί το να συμβεί αυτό, μόνο θαύμα μπορείς να το πεις!, είπε η Ρεβέκκα προσπαθώντας να κρατήσει ένα δάκρυ που τρεμόπαιζε στην άκρη του ματιού της.
- Είδατε που σας είχα πει ότι υπάρχει Άγιος Βασίλης; φώναζε ο μικρός και έτρεξε να αγκαλιάσει τους γονείς του. Κατόπιν πήρε τον <<αδερφό>> του από το χέρι και έφυγαν για το δωμάτιο του, ξεχνώντας πάνω στον ενθουσιασμό του να προσφέρει κι αυτός τα δώρα του – κάτι όμορφες ζωγραφιές του – που είχε κρύψει πίσω από τη φάτνη των Χριστουγεννιάτικου δέντρου.
- Ευχαριστώ πολύ, σας ευχαριστώ όλους, ακούστηκε από το βάθος χαρούμενη η φωνή του Ντέγιαν με τα χαρακτηριστικά ελληνικά του.
Ο Φραγκίσκος πέρασε το μπράτσο του γύρω από τη μέση της Ρεβέκκας, τη κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και είπε ψιθυριστά:
- Ίσως πραγματικά να υπάρχει ο Άγιος Βασίλης, μόνο που δεν τον βλέπουμε. Ίσως υπάρχει μέσα μας, φωλιάζει στην ψυχή του καθενός μας σαν ένας προσωπικός Άγιος που περιμένει να κάνουμε το καλό κι αν τον πιστέψουμε να πραγματοποιήσουμε το όνειρό μας, το προσωπικό μας θαύμα. Το θαύμα της ζωής μας. Ο κάθε άνθρωπος αν έσωζε από την αδικία έναν συνάνθρωπο του σαν τον Ντεγιον θα χάριζε ευτυχία στον κόσμο, θα ελάφρυνε την ψυχή του. Αξίζει να δοκιμάσουμε. Χρόνια μας πολλά, καλή χρόνια. Ο Άγιος Βασίλης το’ κανε το θαύμα του.
Εύχομαι σε όλους Καλή Πρωτοχρονιά!