Απόψε, το χρέος προς την πόλη που με μεγάλωσε, με οδήγησε μέσα από μαύρες διαδρομές σε τόπους εγκλημάτων. Την βομβαρδισμένη από τις ορδές των νεο-βανδάλων Πανεπιστημίου, ακολουθεί η καμένη Κοραή και μετά από αυτήν η λεηλατημένη Σταδίου. Οργή και θλίψη μαζί σκάβουν το μυαλό μου. Τα γρήγορα βήματα μου με σπρώχνουν μπροστά στο ζωντανό παρελθόν της πόλης, στο παμπάλαιο κτίριο που στεγάζεται το "Αττικόν". Κινηματογράφος αγαπημένος, δυναμικό ορμητήριο της τρέλας των φοιτητικών μου χρόνων. Η εικόνα για τα μάτια μου ξεθωριασμένο αρνητικό. Νοιώθω αηδία για το ανθρώπινο είδος. Ερωτήσεις αναπάντητες τρέχουν μέσα στο κεφάλι μου. Ποια είναι αυτά τα κτήνη που κάτω από την ανθρωποειδή μορφή τους κρύβουν τέτοια διαστροφή; πόσο λίγο απέχουν μεταξύ τους η κόλαση και ο παράδεισος; πόσο πολύ ένοχοι είμαστε όλοι μας για την κοινωνία που φτιάξαμε;
Πλησιάζω τον μαυρισμένο τοίχο. Γύρω μου πυροσβέστες εποπτεύοντες, φιγούρες από την κόλαση του Δάντη. Αλλά και μέσα στα χαλάσματα εργάτες, σαν καπνισμένα τσουκάλια πάνω από τη φωτιά που μόλις έχει σβήσει. Ακουμπώ στον τοίχο και γονατίζω. Οσμίζομαι τον αέρα πνιχτό που φέρνει φαρμάκι μες στο στόμα. Κοιτάζω κατάχαμα το πεζοδρόμιο. Νοιώθω την Αθήνα να είναι εκεί εγκαταλελειμμένη κι αβοήθητη. Ξαπλωμένο το σώμα της να στέκει νεκρό και με βλέμμα παγωμένο να με κοιτά. Βουρκώνω.
Αθήνα μου, συγνώμη για το κακό που σου κάναμε...
Υπήρξε ο σκηνοθέτης που έκανε έναν προσωπικό κινηματογράφο ακολουθώντας τα μονοπάτια της ποίησης. Δούλεψε τις ταινίες του με τα ίδια υλικά που φτιάχνονται τα όνειρα. Ένας σκηνοθέτης όχι της πολυθρόνας, αλλά ένας ολοκληρωτικός δημιουργός. Εμπνευσμένος από την ιστορία και ταυτόχρονα δέσμιος της αλλά και ακροατής και οραματιστής της. Μέσα από το έργο του είπε για την σύγχρονη Ελλάδα, όσα δεν κατάφεραν να πουν όλοι οι Έλληνες ιστορικοί μαζί. Ιχνηλάτης του Ομήρου, του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Μαρξ, του Μπρεχτ. Ερευνητής της βυζαντινής και ελληνικής παράδοσης. Αναπαράστησε πρόσωπα της αρχαίας τραγωδίας αλλά της ζωγραφικής.
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος θα υπάρχει πάντα στο μυαλό όλων αυτών που αγαπήσανε τις ταινίες του. Θα συνεχίζει την πορεία του μέσα από μοναχικές διαδρομές μαζί με τον "θίασο" του κοιτώντας με "το βλέμμα του Οδυσσέα" ένα "τοπίο στην ομίχλη" ψάχνοντας αργά με "το μετέωρο βήμα του πελαργού", τον "Μεγαλέξαντρο" του σε ένα "ταξίδι στα Κύθηρα" ενός επαναπατρισμένου πρόσφυγα που κράτησε "μια αιωνιότητα και μια μέρα".
Ακολουθεί ένα μικρό αφιέρωμα με μικρά αποσπάσματα από την φιλμογραφία του ποιητή του παγκόσμιου κινηματογράφου:
"Μωρή κοντούλα λεμονιά με τα πολλά λεμόνια, Βησσανιώτισσα. Σε φίλησα κι αρρώστησα και το γιατρό δε φώναξα"
Ηπειρώτικο τραγούδι που ακούγεται στην ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ (1970).
"Ο βοηθός εισαγγελέας σκύβει το κεφάλι. Κοιτάει χάμω. Έτσι όπως έχει σταθεί, η φιγούρα του έχει κάτι σαν απελπισία. Ένας κατάδικος κάτι πάει να φωνάξει μα η φράση του κόβεται στη μέση από τη φωνή του αξιωματικού.
-Πυρ!
Και η ομοβροντία.
Οι τρεις άντρες πέφτουν"
Από το σενάριο ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ '36 (1972).
"Σας αραδιάζω τα εμπόδια: Η επέμβασις των γεγονότων των ήχων των παρατάξεων η επέμβασις των πλοίων από το άγριο πέλαγος οι λαϊκοί ρήτορες το στήθος μου οι φωνές οι φάμπρικες ο Οχτώβρης του '17 το 1936 ο Δεκέμβρης του '44... Για τούτο θα μείνω με τα κουρέλια μου όπως με γέννησε η Γαλλική Επανάσταση όπως με γέννησε η μάνα μου Ισπανία ένας σκοτεινός συνωμότης... Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου ήχους παράξενους, ψίθυρους μακρινούς όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια λόγους ατελείωτους, ύμνους και κρότους όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία για νόμους ευαγγέλια για μια ζωή με τάξη εγώ πάντα σωπαίνω. Μα κάποτε...κάποτε θ' ανοίξω το στόμα μου θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράχτες στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια οι νέοι έξαλλοι θ' ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία... Ελευθερία ανάπηρη πάλι σας τάζουν!"
Λόγια του ποιητή από τον ΘΙΑΣΟ (1975).
"Κανείς δεν ξέρει από πού ήρθε. Παιδί βρέθηκε να τριγυρνάει τους λόφους. Όταν τον ρώτησαν πώς τον λένε, είπε: Αλέξανδρο! Και κανείς δεν έμαθε γι' αυτόν ποτέ, τίποτε άλλο."
Το τραγούδι του Μεγαλέξανδρου από τον ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΔΡΟ (1980).
"Οι μακρινοί κρωγμοί των γλάρων ξανακούγονται. Η γριά ξεκολλάει από τη θέση της, πλησιάζει το γέρο και στέκεται πλάι του, ατενίζοντας μακρυά μπροστά της προς τη συννεφιασμένη ανατολή. Η σχεδία γλιστρώντας μαλακά, απομακρύνεται γρήγορα και χάνεται στην ομίχλη."
Από το ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ (1984).
"Αρχίζει να βρέχει. Μακρυά η πόλη θολή μες τη βροχή. Στο λιβάδι οι αναποδογυρισμένες κυψέλες, το φορτηγό πιο πέρα και το σώμα του Σπύρου, εκεί στη μέση του λιβαδιού, πεσμένο ανάσκελα με τα χέρια ανοιχτά στο πλάι. Στο παραμορφωμένο του πρόσωπο γλιστράει η βροχή. Το δεξί του χέρι χτυπάει στο χώμα την παλιά γλώσσα των συντρόφων της φυλακής, σαν επίκληση σ' έναν άγνωστο θεό."
Από τον ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΟ (1986).
"Ο ήχος του τραίνου μπερδεύεται με τη φωνή του κοριτσιού. Η πόρτα στο βάθος του βαγονιού ανοίγει και μπαίνει ένας ελεγκτής. Οι περισσότεροι επιβάτες μισοκοιμισμένοι ή κοιμισμένοι, ξυπνούν να δώσουν τα εισιτήρια τους. Τελειώνοντας με τα κουπέ και τον διάδρομο ο ελεγκτής φτάνει στο τέλος του βαγονιού. Βλέπει τα παιδιά να κοιμούνται και πλησιάζει. Σκύβει πάνω από τη Βούλα. Το κορίτσι σα να αισθάνεται την παρουσία του και ανοίγει τα μάτια τρομαγμένο. -Ε, εισιτήρια, λέει ο ελεγκτής. Η μικρή τινάζεται απάνω. Ξυπνάει και ο μικρός. Σηκώνεται και στέκει πλάι στην αδελφή του. -Δεν ακούσατε; Εισιτήρια! Τα παιδιά σωπαίνουν με τα μάτια γεμάτα φόβο."
Από το ΤΟΠΙΟ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ (1988).
"Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία αλλά δεν μπορώ να κάνω το ταξίδι σας. Είμαι επισκέπτης. Το κάθε τι που αγγίζω με πονάει πραγματικά. Και έπειτα δεν μου ανήκει. Όλο και κάποιος βρίσκεται να πει δικό μου είναι. Εγώ δεν έχω τίποτα δικό μου είχα πει κάποτε με υπεροψία. Τώρα καταλαβαίνω πως το τίποτα είναι τίποτα. Ότι δεν έχω καν όνομα και πρέπει να γυρεύω ένα κάθε τόσο. Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάω. Ξεχάστε με στη θάλασσα. Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία."
Από ΤΟ ΜΕΤΕΩΡΟ ΒΗΜΑ ΤΟΥ ΠΕΛΑΡΓΟΥ (1991)
"Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Θεός είναι το ταξίδι..." "Κι έπειτα τη σιωπή, την αμφιβολία και τη νοσταλγία".
Από ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ (1995)
"Κι όμως δεν είμαι παρά μια ερωτευμένη γυναίκα. Τη νύχτα σε κοίταζα. Δεν ήξερα αν κοιμόσουν ή σώπαινες. Φοβόμουν αυτό που μπορούσες να σκέφτεσαι. Φοβόμουν ότι είχα μπει μες τη σιωπή σου. Κι άρχισα να δείχνω εύθραυστη με τον μόνο τρόπο που ξέρω. Με το κορμί μου. Γιατί τότε δεν κινδύνευε η δική σου ασφάλεια. Δεν είμαι παρά μια ερωτευμένη γυναίκα Αλέξανδρε."
Από την ΜΙΑ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ (1998).
υ.σ. Ο Αγγελόπουλος δημιούργησε επίσης ΤΟ ΛΙΒΑΔΙ ΠΟΥ ΔΑΚΡΥΖΕΙ (2004), την ΣΚΟΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ (2008) καθώς και την ΑΛΛΗ ΘΑΛΑΣΣΑ (2012) που δεν πρόλαβε δυστυχώς να ολοκληρώσει.