Πάρε όλους τους σύγχρονους δοσιλόγους της Ελλάδας και εξαφανιστείτε από προσώπου γης. Λίγος καιρός σας μένει. Το δε πολιτικό τέλος Γιωργάκη Παπανδρέου τόσο το δικό σου όσο και των άλλων πολιτικών απατεώνων συνεταίρων σου, θα είναι εντελώς άδοξο, αν τολμήσεις και δεχθείς να συνεργαστείς με τους νέους "κατακτητές" και εγκαταστήσετε "επιτροπείες" στο σβέρκο του ελληνικού λαού ως άλλοι "γερμανοτσολιάδες".
Όσο προλάβεις δηλαδή, γιατί ήδη μετράς μέρες, άντε βδομάδες...
*Ο Τσολάκογλου ως αντιστράτηγος και διοικητής του Γ' Σώματος του ελληνικού στρατού, άρχισε να δρα κόντρα στα συμφέροντα και τους νόμους της πατρίδας του στις 20 Απριλίου 1941, ημέρα του Πάσχα, όπου σε συνεννόηση με τον διοικητή του Α΄ Σώματος Στρατού, αντιστράτηγο Παναγιώτη Δεμέστιχα, τον διοικητή του Β΄ Σώματος Στρατού, αντιστράτηγο Γεώργιο Μπάκο και τον μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα, κατάργησε πραξικοπηματικά τον διοικητή Στρατιάς Ηπείρου Ιωάννη Πιτσίκα, ανέλαβε ο ίδιος διοικητής της Στρατιάς και υπέγραψε πρωτόκολλο ανακωχής με τον διοικητή της 1ης Μηχανοκίνητης Μεραρχίας Ες-Ες, υποστράτηγο Γιόζεφ (Σεπ) Ντήτριχ (Josef "Sepp" Dietrich), στο Βοτονόσι του Μετσόβου. Ο αρχηγός του Ελληνικού Στρατού, αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, σε τηλεγράφημά του προς το Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου, κατήγγειλε την πρωτοβουλία του Τσολάκογλου ως αντίθετη προς τα συμφέροντα της πατρίδας, διέταξε την αντικατάσταση του Τσολάκογλου και αγώνα «μέχρι εσχάτου ορίου δυνατοτήτων». Ήταν όμως ήδη αργά.
Την επόμενη ημέρα (21 Απριλίου) στην Λάρισα, ο Τσολάκογλου, «υπό το κράτος βίας», υπέγραψε ως διοικητής της Ελληνικής Στρατιάς Ηπείρου και Μακεδονίας την άνευ όρων παράδοση του Ελληνικού Στρατού στους Γερμανούς. Εκ μέρους των Γερμανών, το πρωτόκολλο της παράδοσης συνυπέγραψε ο αρχηγός των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, στρατηγός φον Γκράιφφενμπεργκ (von Greinffenberg).
Στις 23 Απριλίου, ο Τσολάκογλου αναγκάσθηκε να υπογράψει στην Θεσσαλονίκη και τρίτο πρωτόκολλο με τον Γερμανό στρατηγό Άλφρεντ Γιοντλ (Alfred Jodl) και τον Ιταλό στρατηγό Αλμπέρτο Φερρέρο (Alberto Ferrero), για να ικανοποιηθεί και το γόητρο των Ιταλών.
Στις 30 Απριλίου του 1941 και ώρα 11 το πρωί ο Τσολάκογλου, χωρίς την παρουσία του Αρχιεπισκόπου Χρύσανθου, που είχε αρνηθεί να τον ορκίσει, ορκίσθηκε από μόνος του (- διορίστηκε) στα Παλαιά Ανάκτορα, (σημερινή Βουλή), παρουσία των ανωτάτων διοικητών των δυνάμεων κατοχής, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τις 2 Δεκεμβρίου του 1942. Κατά την πρωθυπουργία του, προσπάθησε να διατηρήσει τη δραχμή ως κατοχικό νόμισμα, πλην όμως η δέσμευσή του από τις Αρχές κατοχής είχε σαν συνέπεια τη συνεχή υποτίμηση, που οδήγησε σε ραγδαίες αυξήσεις τιμών και πείνα, ενώ η χρυσή λίρα τότε αποθησαυριζόταν. Για την κατάσταση εκείνη οι Γερμανοί επέρριψαν ακέραιη την ευθύνη στους Ιταλούς που δεν έπραξαν τίποτε, κατά αρμοδιότητα που διατηρούσαν, για να προλάβουν αυτή την οικονομική εξέλιξη, αν και εισήγαγαν στη συνέχεια τη λεγόμενη "μεσογειακή δραχμή". Τελικά ο Τσολάκογλου παραιτούμενος από το αξίωμά του, μετά από πολλές πιέσεις που του άσκησαν εγγράφως οι άλλοι πολιτικοί αρχηγοί, μεταξύ των οποίων οι Καφαντάρης, Σοφούλης, Γονατάς, Μάξιμος, Πάγκαλος, ακόμη και οΡάλλης, αλλά και μετά από δύο ανεπιτυχείς γύρους διαπραγματεύσεων με τους Γερμανούς (Βερολίνο - Σεπτέμβριος 1942) και Ιταλούς (Ρώμη- Οκτώβριος 1942), που αφορούσαν τα ελληνικά δημοσιονομικά, στη συνέχεια ιδιώτευσε. Στην πρώτη αυτή κατοχική κυβέρνηση συμμετείχαν οι άλλοι δύο αντιστράτηγοι της συνθηκολόγησης, Δεμέστιχας και Μπάκος, ο επόμενος κατοχικός πρωθυπουργός (ιατρός) Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, που τελούσε χρέη αντιπροέδρου, καθώς και ο τότε υπουργός οικονομικών Σωτήριος Γκοτζαμάνης που διατηρήθηκε στην ίδια θέση από την επόμενη κυβέρνηση.
Μετά την απελευθέρωση, ο Τσολάκογλου συνελήφθη και παραπέμφθηκε στο δια της Συντακτικής Πράξεως με αριθμό 6/1945 συσταθέν Ειδικό Δικαστήριο, κατηγορούμενος για παράνομη συνθηκολόγηση που είχε προβεί με τον εχθρό, χαρακτηριζόμενη ως «συνθηκολόγησιν εν ανοικτώ πεδίω» και «πριν η υπ' αυτόν στρατιωτική δύναμις εκπληρώση πάν ό,τι το στρατιωτικόν καθήκον επιβάλλει» , καθώς και για εθνική αναξιότητα για την συνεργασία του, στη συνέχεια, με τις κατοχικές Δυνάμεις, αναλαμβάνοντας Πρωθυπουργός της χώρας. Στις 31 Μαίου του 1945, το Ειδικό αυτό Δικαστήριο τον καταδίκασε σε θάνατο, αλλά το Συμβούλιο Χαρίτων μετέτρεψε την ποινή σε ισόβια κάθειρξη.
Έχοντας προσβληθεί από λευχαιμία, νοσηλεύθηκε επί έναν χρόνο στο Νοσηλευτικό Ίδρυμα του Μετοχικού Ταμείου Στρατού (ΝΙΜΤΣ), όπου και πέθανε τον Μάιο του 1948. Η κηδεία του έγινε σε στενό οικογενειακό κύκλο.