24 Οκτ 2011

Τζέφρυ, νέε Tσολάκογλου* μάζεψε τα και σήκω φύγε!...



Πάρε όλους τους σύγχρονους δοσιλόγους της Ελλάδας και εξαφανιστείτε από προσώπου γης. Λίγος καιρός σας μένει. Το δε πολιτικό τέλος Γιωργάκη Παπανδρέου τόσο το δικό σου όσο και των άλλων πολιτικών απατεώνων συνεταίρων σου, θα είναι εντελώς άδοξο, αν τολμήσεις και δεχθείς να συνεργαστείς με τους νέους "κατακτητές" και εγκαταστήσετε "επιτροπείες" στο σβέρκο του ελληνικού λαού ως άλλοι "γερμανοτσολιάδες".
Όσο προλάβεις δηλαδή, γιατί ήδη μετράς μέρες, άντε βδομάδες...
  
*Ο Τσολάκογλου ως αντιστράτηγος και διοικητής του Γ' Σώματος του ελληνικού στρατού, άρχισε να δρα κόντρα στα συμφέροντα και τους νόμους της πατρίδας του στις 20 Απριλίου 1941, ημέρα του Πάσχα, όπου σε συνεννόηση με τον διοικητή του Α΄ Σώματος Στρατού, αντιστράτηγο Παναγιώτη Δεμέστιχα, τον διοικητή του Β΄ Σώματος Στρατού, αντιστράτηγο Γεώργιο Μπάκο και τον μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα, κατάργησε πραξικοπηματικά τον διοικητή Στρατιάς Ηπείρου Ιωάννη Πιτσίκα, ανέλαβε ο ίδιος διοικητής της Στρατιάς και υπέγραψε πρωτόκολλο ανακωχής με τον διοικητή της 1ης Μηχανοκίνητης Μεραρχίας Ες-Ες, υποστράτηγο Γιόζεφ (Σεπ) Ντήτριχ (Josef "Sepp" Dietrich), στο Βοτονόσι του Μετσόβου. Ο αρχηγός του Ελληνικού Στρατού, αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, σε τηλεγράφημά του προς το Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου, κατήγγειλε την πρωτοβουλία του Τσολάκογλου ως αντίθετη προς τα συμφέροντα της πατρίδας, διέταξε την αντικατάσταση του Τσολάκογλου και αγώνα «μέχρι εσχάτου ορίου δυνατοτήτων». Ήταν όμως ήδη αργά.
Την επόμενη ημέρα (21 Απριλίου) στην Λάρισα, ο Τσολάκογλου, «υπό το κράτος βίας», υπέγραψε ως διοικητής της Ελληνικής Στρατιάς Ηπείρου και Μακεδονίας την άνευ όρων παράδοση του Ελληνικού Στρατού στους Γερμανούς. Εκ μέρους των Γερμανών, το πρωτόκολλο της παράδοσης συνυπέγραψε ο αρχηγός των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, στρατηγός φον Γκράιφφενμπεργκ (von Greinffenberg).
Στις 23 Απριλίου, ο Τσολάκογλου αναγκάσθηκε να υπογράψει στην Θεσσαλονίκη και τρίτο πρωτόκολλο με τον Γερμανό στρατηγό Άλφρεντ Γιοντλ (Alfred Jodl) και τον Ιταλό στρατηγό Αλμπέρτο Φερρέρο (Alberto Ferrero), για να ικανοποιηθεί και το γόητρο των Ιταλών.
Στις 30 Απριλίου του 1941 και ώρα 11 το πρωί ο Τσολάκογλου, χωρίς την παρουσία του Αρχιεπισκόπου Χρύσανθου, που είχε αρνηθεί να τον ορκίσει, ορκίσθηκε από μόνος του (- διορίστηκε) στα Παλαιά Ανάκτορα, (σημερινή Βουλή), παρουσία των ανωτάτων διοικητών των δυνάμεων κατοχής, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τις 2 Δεκεμβρίου του 1942. Κατά την πρωθυπουργία του, προσπάθησε να διατηρήσει τη δραχμή ως κατοχικό νόμισμα, πλην όμως η δέσμευσή του από τις Αρχές κατοχής είχε σαν συνέπεια τη συνεχή υποτίμηση, που οδήγησε σε ραγδαίες αυξήσεις τιμών και πείνα, ενώ η χρυσή λίρα τότε αποθησαυριζόταν. Για την κατάσταση εκείνη οι Γερμανοί επέρριψαν ακέραιη την ευθύνη στους Ιταλούς που δεν έπραξαν τίποτε, κατά αρμοδιότητα που διατηρούσαν, για να προλάβουν αυτή την οικονομική εξέλιξη, αν και εισήγαγαν στη συνέχεια τη λεγόμενη "μεσογειακή δραχμή". Τελικά ο Τσολάκογλου παραιτούμενος από το αξίωμά του, μετά από πολλές πιέσεις που του άσκησαν εγγράφως οι άλλοι πολιτικοί αρχηγοί, μεταξύ των οποίων οι ΚαφαντάρηςΣοφούληςΓονατάςΜάξιμοςΠάγκαλος, ακόμη και οΡάλλης, αλλά και μετά από δύο ανεπιτυχείς γύρους διαπραγματεύσεων με τους Γερμανούς (Βερολίνο - Σεπτέμβριος 1942) και Ιταλούς (Ρώμη- Οκτώβριος 1942), που αφορούσαν τα ελληνικά δημοσιονομικά, στη συνέχεια ιδιώτευσε. Στην πρώτη αυτή κατοχική κυβέρνηση συμμετείχαν οι άλλοι δύο αντιστράτηγοι της συνθηκολόγησης, Δεμέστιχας και Μπάκος, ο επόμενος κατοχικός πρωθυπουργός (ιατρός) Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, που τελούσε χρέη αντιπροέδρου, καθώς και ο τότε υπουργός οικονομικών Σωτήριος Γκοτζαμάνης που διατηρήθηκε στην ίδια θέση από την επόμενη κυβέρνηση.
Μετά την απελευθέρωση, ο Τσολάκογλου συνελήφθη και παραπέμφθηκε στο δια της Συντακτικής Πράξεως με αριθμό 6/1945 συσταθέν Ειδικό Δικαστήριο, κατηγορούμενος για παράνομη συνθηκολόγηση που είχε προβεί με τον εχθρό, χαρακτηριζόμενη ως «συνθηκολόγησιν εν ανοικτώ πεδίω» και «πριν η υπ' αυτόν στρατιωτική δύναμις εκπληρώση πάν ό,τι το στρατιωτικόν καθήκον επιβάλλει» , καθώς και για εθνική αναξιότητα για την συνεργασία του, στη συνέχεια, με τις κατοχικές Δυνάμεις, αναλαμβάνοντας Πρωθυπουργός της χώρας. Στις 31 Μαίου του 1945, το Ειδικό αυτό Δικαστήριο τον καταδίκασε σε θάνατο, αλλά το Συμβούλιο Χαρίτων μετέτρεψε την ποινή σε ισόβια κάθειρξη.
Έχοντας προσβληθεί από λευχαιμία, νοσηλεύθηκε επί έναν χρόνο στο Νοσηλευτικό Ίδρυμα του Μετοχικού Ταμείου Στρατού (ΝΙΜΤΣ), όπου και πέθανε τον Μάιο του 1948. Η κηδεία του έγινε σε στενό οικογενειακό κύκλο.

πληροφορίες: βικιπαίδεια

17 Οκτ 2011

Έλληνες, πιάστε τα χαρακώματα!...


Έρχονται πολύ δύσκολες ημέρες. Μέχρι τα Χριστούγεννα πάμε για κοινωνική έκρηξη. Δυστυχώς κάτω από την μόνιμη -όχι και τόσο άδικα- επωδό περί "δραστικού περιορισμού της κρατικοδίαιτης ελληνικής αγοράς" και "των προνομίων του συνδικαλισμού αλλά και εν γένει των δημόσιων υπαλλήλων", ξεκληρίζονται οικονομικά, κοινωνικά και ψυχολογικά οι Έλληνες πολίτες στο σύνολο της. Υπεύθυνοι γι αυτό οι "δωσίλογοι" έλληνες (το ε μικρό) πολιτικοί και οι νέοι ξένοι κατακτητές.
Έλληνες οργανωθείτε, αντισταθείτε και μην υποκύπτετε σε εκβιασμούς και ψευτοδιλήμματα.

υ.σ. Έκανα μια "διακοπή" στο είδος της γραφής μου εδώ, διότι οι περιστάσεις με αναγκάζουν. Ο νοών νοείτω...


11 Οκτ 2011

"Μεσάνυχτα στο Παρίσι", απόδραση στο όνειρο...


Τα τελευταία χρόνια ο Γούντι Άλεν έχει γίνει πολύ γλυκός και προσιτός σε ένα τεράστιο κινηματογραφόφιλο κοινό. Έτσι μετά το "Vicky, Christina, Barchelona" και το "Much point" έρχεται να μας χαρίσει μια τρίτη στη σειρά εξαιρετική ταινία. Με το "Μεσάνυχτα στο Παρίσι", ένα τρυφερό ρομαντικό φιλμ ο αμερικανοεβραίος διανοητής της έβδομης τέχνης, έρχεται κατ αρχήν να προστεθεί στη κατηγορία των σκηνοθετών που έχουν υμνήσει τη "πόλη του φωτός".
Και πραγματικά, αν και έχω γυρίσει το Παρίσι παλαιότερα αλλά και στο πρόσφατο παρελθόν, παρακολουθώντας αυτή τη μαγική "ξενάγηση" από τον διάσημο δημιουργό, η νοσταλγία μου γι αυτή την πόλη φούντωσε ξανά. Και μάλιστα μου θύμησε τα νυχτερινά περπατήματα στην Μονμάρτη.
Μέσα σε ένα τέτοιο σκηνικό λοιπόν με υπέροχους δρόμους, βουλεβάρτα και επιβλητικές προσόψεις κτιρίων παρελαύνουν μετά τα μεσάνυχτα αγαπημένοι συγγραφείς-μύθοι  όπως ο Χέμινγουέι, ο Φιτζέραλντ, η Γετρούδη Στάιν, ο Τ.Σ. Έλλιοτ. Αλλά και ζωγράφοι-ιερά τέρατα της τέχνης όπως ο Πικάσσο, ο Νταλί, ο Γκογκέν, ο Ντεγκά, ο Λωτρέκ. Κάπου δε ανάμεσα σε όλους αυτούς υπάρχει και ένας μεγάλος σκηνοθέτης όπως ο Μπουνιουέλ καθώς και ο εξαίρετος της τζαζ μουσικής Κόουλ Πόρτερ. Ένας φόρος τιμής από τον σκηνοθέτη του "Μανχάταν" σε όλους αυτούς που αγάπησε. Αλλά μήπως δεν είναι και δικοί μου αγαπημένοι. Όλα είναι ονειρικά και αυτό σε καθηλώνει αλλά και σε ανακουφίζει μαζί. Μια απόδραση από τον κόσμο της σκληρής πραγματικότητας στον κόσμο της υψηλής ποιότητας και αισθητικής μιας άλλης εποχής. Στο Παρίσι του '20 αλλά και και στην εποχή της "μπελ επόκ".

Η υπόθεση του έργου*:
Η ιστορία αρχίζει στο σημερινό Παρίσι, με τον ρομαντικό Γκιλ (πολύ καλός στο ρόλο ο Οουεν Γουίλσον, που εδώ εκπροσωπεί το alter ego του Γούντι Αλεν), έναν Αμερικανό σεναριογράφο, που φιλοδοξεί να εκδώσει και μυθιστόρημα, να φτάνει μαζί με την αρραβωνιαστικιά του, Ινέζ (Ρέιτσελ ΜακΑνταμς), για ένα πολιτιστικό ταξίδι πριν από το γάμο τους. Ταξίδι προσφορά από τον πλούσιο επιχειρηματία πατέρα της Ινέζ, που τους συνοδεύει μαζί με τη γυναίκα του. Η Ινέζ προτιμά να περιφέρεται στη γαλλική πρωτεύουσα μαζί με μια φίλη της και να φλερτάρει τον Πολ (Μάικλ Σιν), έναν παλιό συμφοιτητή της και επιδειξία γνώσεων. Ο Γκιλ επιλέγει την αναζήτηση του ρομαντικού Παρισιού που πάντα ονειρευόταν να γνωρίσει. Η ευκαιρία τού δίνεται όταν τα μεσάνυχτα, με το χτύπημα μιας καμπάνας, ένα ρετρό αυτοκίνητο σταματά μπροστά του και οι επιβάτες του τον καλούν να πάει μαζί τους σ' ένα πάρτι. Το πάρτι γίνεται στο Παρίσι της δεκαετίας του '20, όπου ο Γκιλ γνωρίζει τον Σκοτ και τη Ζέλντα Φιτζέραλντ, τη Γερτρούδη Στάιν, τον Χέμινγουεϊ, τον Κόουλ Πόρτερ, τον Τ.Σ. Ελιοτ, τον Πικάσο, τον Νταλί, τον Μπουνιουέλ (με μια ευφυή αναφορά στην κατοπινή δημιουργία του «Εξολοθρευτή αγγέλου») ή και άλλους συγγραφείς και καλλιτέχνες της εποχής.
Ο Γκιλ θα συνεχίσει, κάθε βράδυ, τα μεσάνυχτα, το ρομαντικό αυτό ταξίδι του στο παρελθόν. Θα γνωρίσει και άλλους καλλιτέχνες, μαζί και το κορίτσι των ονείρων του, την Αντριάνα (Μαριόν Κοτιγιάρ), μούσα και ερωμένη ζωγράφου, ενώ η Γερτρούδη Στάιν (Κάθι Μπέιτς) δέχεται να διαβάσει το χειρόγραφο του βιβλίου του. Με την Αντριάνα, που είναι ανικανοποίητη με τη δική της εποχή, θα κάνει μια πιο βαθιά βουτιά στο παρελθόν, στο Παρίσι της Μπελ Επόκ, όπου θα γνωρίσει τους καλλιτέχνες της τότε εποχής (Γκογκέν, Λοτρέκ, Ντεγκά κ.ά.).

Η φωτογραφία και το καστ της ταινίας είναι υπέροχα. Η δε Μαριόν Κοτιγιάρ τέλεια στο ρόλο της ξεχωρίζει. Πολύ καλός και ο Όουεν Ουίλσον στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η ταινία επιβεβαιώνει την τάση του ανθρώπου να εξιδανικεύει πάντα το παρελθόν και να απαξιώνει το παρόν. Αλλά είτε το θέλουμε είτε όχι, εμείς οι άνθρωποι βιώνουμε σκληρά το παρόν, νοσταλγούμε το παρελθόν και ονειρευόμαστε το μέλλον. Ειδικά για όσους δεν μπορούν να πάνε σε ένα ταξιδιωτικό γραφείο και να κλείσουν θέση, τη συστήνω ανεπιφύλακτα.



*enet.gr

3 Οκτ 2011

"Το μέλλον είναι μια εύφορη γη για όνειρα" (Ανατόλ Φράνς)




Πολύ σπουδαία λόγια από έναν σπουδαίο Γάλλο λογοτέχνη της εποχής του. Ο Ανατόλ Φρανς έχει επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό την κοινωνικοπολιτική σκέψη. Υπήρξε "τρομερό παιδί" για τα γαλλικά γράμματα και έβαλε καινούρια δεδομένα στην προσέγγιση του ανθρώπου και τον ρόλο του στην κοινωνία. Ειδικά σήμερα που γίνονται ανά την υφήλιο, τόσες συγκρούσεις ιδεών, πολιτισμών και οικονομικών συμφερόντων, όλοι μας να τον διαβάσουμε. Έχουμε πολλά να διδαχθούμε γιατί εκτός όλων των άλλων, οι αντιλήψεις του είναι και σύγχρονες.

Το πραγματικό του όνομα ήταν Jacques – Anatol – Francois Thibault. Γεννήθηκε στο Παρίσι 16 Απριλίου του 1844. Ήταν μοναχογιός της Αντουανέτας Γκαλά και του βιβλιοπώλη Φρανσουά - Νοέλ Τιμπώ, ιδιοκτήτη του βιβλιοπωλείου«Librairie France», ο οποίος φρόντισε να του δώσει καλήμόρφωση στο «Collège Saint-Stanislas», όπου έστελναν τουςγόνους τους οι αριστοκράτες και οι μεγαλοαστοί. Στην διάρκεια των εκεί σπουδών του (από το 1855 μέχρι το 1862), η υπεροψία των πλούσιων συμμαθητών τον έκανε συνειδητοποιημένο δημοκράτη και άθεο.

Ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1864 (στο «Ecole des Chartes» αλλά και με ιδιωτική μελέτη) και δύο χρόνια μετά, το 1866, προσλήφθηκε στις εκδόσεις του Αλφόνς Λεμέρ, εκδότη των ποιητών του λεγόμενου «Παρνασσού». Έγινε θαυμαστής του γνωστού αντιχριστιανού «παρνασσιστή» ποιητή Λεκόντ ντε Λιλ, ενώ παράλληλα, από τα βιβλία που είχε στην κατοχή του ο πατέρας του, διάβαζε μανιωδώς όλα όσα είχαν να κάνουν με την Γαλλική Επανάσταση και τους πρωταγωνιστές της.

Το 1876, χρονιά κατά την οποία εξέδωσε το αρχαιόφιλο ποιητικό του έργο «Les NocesCorinthiennes», έγινε βοηθός βιβλιοθηκάριου στην Γερουσία και παρέμεινε στην θέση έως το 1890, εξασφαλίζοντας αρκετό ελεύθερο χρόνο για την προσωπική του πνευματική ανάπτυξη. Σε αυτήν την περίοδο κατέθετε τακτικές συνεργασίες στα περιοδικά «Σφαίρα» και «Εικονογραφημένο Σύμπαν» και εξέδωσε την νουβέλα «Το έγκλημα του Συλβέστρου Μποννάρ» («Le Crime de Sylvestre Bonnard», 1881), που βραβεύθηκε από την Γαλλική Ακαδημία.

Ήδη από τον Απρίλιο του 1877 είχε νυμφευθεί την Βαλερί Γκερέν ντε Σοβίλ με την οποία είχε αποκτήσει μία θυγατέρα, την Σουζάν. Όμως τον Σεπτέμβριο του 1886 γνωρίστηκε με την μαντάμ Αρμάν ντε Καιγιαβέ της οποίας το «σαλόνι» αποτελούσε το κέντρο της φιλολογικής ζωής του Παρισιού, την ερωτεύθηκε σφόδρα και μετά από μερικά χρόνια, το 1893, πήρε διαζύγιο. Η παθιασμένη σχέση του με την μαντάμ Αρμάν ντε Καιγιαβέ τού ενέπνευσε τα μυθιστορήματα «Thaïs» (1890) και «Le Lys rouge» (1894), ενώ το 1895 εξέδωσε ένα βιβλίο αφορισμών με τίτλο «Ο Κήπος του Επίκουρου» («Le Jardin d' Épicure»), μέσα στο οποίο εξέφραζε με την μεγαλύτερη ένταση τον αστικό σκεπτικισμό και ηδονισμό που διέπνεε την Γαλλική κουλτούρα της εποχής, αλλά εν γένει και το υπόλοιπο συγγραφικό έργο του ιδίου.

Από το 1886 είχε αναλάβει λογοτεχνικός διευθυντής της καθημερινής εφημερίδας «Οι Καιροί» («Le Temps»), θέση που κράτησε μέχρι το 1893. Από την άνοιξη του 1893, έτος κατά το οποίο εξέδωσε το «La Rotisserie de la Reine Pedauque», στο οποίο γελοιοποιούσε τους αποκρυφιστές, άρχισε να γράφει άρθρα κοινωνικής κριτικής στην «Ηχώ του Παρισιού» υπό τον τίτλο «Οι γνώμες του κυρίου Ζερόμ Κουανιάρ» («Les Opinions de Jerome Coignard»), μέσα από τα οποία ασκούσε αυστηρή κριτική στους θεσμούς και εκδήλωνε συμπάθεια για τον κοινό καθημερινό άνθρωπο. Οι μέσα από τα άρθρα αυτά επιθέσεις του κατά της Εκκλησίας, του στρατού, της Δικαιοσύνης και των ανάλγητων μορφωμένων, τον έκαναν σύντομα να αποκτήσει σοβαρή πολιτική διάσταση. Στο κύρος του προσέθεσε πολλά η 4τομη «Σύγχρονη Ιστορία» του («Histoire contemporaine», 1897 - 1901), ενώ ήδη από το 1896 είχε γίνει δεκτός στην Γαλλική Ακαδημία και λίγο μετά είχε προσχωρήσει στο γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα.

Το 1907 έγινε επίτιμος πρόεδρος της «Διεθνούς Λίγκας για την Ορθολογική Εκπαίδευση των παιδιών» («Ligue Internationale pour l’ Education Rationnelle de l’ Enfance») την οποία είχε ιδρύσει στο Παρίσι ο ισπανός αναρχικός παιδαγωγός Φραντσέσκο Φερρέρ. Θερμότατος υπερασπιστής των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συνέγραψε πολλά ακόμα βιβλία, με πιο σημαντικά τα «Οι Θεοί διψούν» («Les Dieux ont soif», 1912), «Η ανταρσία των Αγγέλων» («La Révolte des anges», 1914) και μία βιογραφία της Ζαν ντ’ Αρκ (1908). Εξαιτίας του αντιθεοκρατικού και αθεϊστικού πνεύματος των περισσότερων έργων του (χαρακτηριστική είναι η ειρωνική φράση του «τύχη είναι το ψευδώνυµο που χρησιμοποιεί ο Θεός όταν φοβάται να υπογράψει»), τα βιβλία του Φρανς μπήκαν στην λίστα («Index») απαγορευμένων βιβλίων («Libri prohibiti») της Καθολικής Εκκλησίας.

Τον Οκτώβριο του 1920 νυμφεύθηκε την κατά 27 χρόνια νεότερή του Έμμα Λαπρεβότ (Emma Laprevotte), πρώην καμαριέρα τής μαντάμ Αρμάν ντε Καιγιαβέ, το 1921 ταξίδεψε στην Στοκχόλμη όπου του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ της Λογοτεχνίας και την επόμενη χρονιά δημοσίευσε στην «Ουμανιτέ» τον «Χαιρετισμό προς τα Σοβιέτ», για να χάσει όμως όλες τις ψευδαισθήσεις του λίγο αργότερα, όταν οι Γάλλοι διανοούμενοι καταγγέλθηκαν ως «ανεπιθύμητοι ερασιτέχνες» από το 40 Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς στην Μόσχα.

Πέθανε στην Τουρ στις 12 Οκτωβρίου 1924, 6 μήνες μετά από τους εορτασμούς της πόλης του Παρισιού για τα ογδοηκοστά γενέθλια του «τρομερού παιδιού» του, και αφού είχε ήδη δει τον θάνατο της θυγατέρας του το 1917, της ερωμένης του μαντάμ Αρμάν ντε Καιγιαβέ το 1910 και την αυτοκτονία μίας ακόμη γυναίκας (μιας αμερικανίδας την οποία είχε απορρίψει) το 1911. Τάφηκε στο νεκροταφείο του Neully - sur – Seine κοντά στο Παρίσι. Το σύνολο των έργων του εκδόθηκε κατά την περίοδο 1925 – 1935 σε 25 τόμους.

σημείωση: οι πληροφορίες προέρχονται από τον εξαιρετικό Βλάσση Ρασσιά.