Σήμερα προτείνω ένα βιβλίο γραμμένο από έναν άνθρωπο με πολύ κοφτερό μυαλό και πολυγραφότατο. Μια συγγραφέα που πάντα "προκαλούσε" με το γράψιμο της και τον τρόπο που ζούσε τη ζωή της.
Η Πατρίτσια Χάισμιθ γεννήθηκε το 1921 στο Τέξας. Μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη. Αφού σπούδασε στο κολέγιο Μπάρναρντ αγγλικά, λατινικά και ελληνικά, ταξίδεψε στην Ευρώπη, όπου πέρασε και το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής της. Το πρώτο της βιβλίο Ξένοι στο τρένο εκδόθηκε το 1950 και σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Το βιβλίο μεταφέρθηκε στο σινεμά από τον Άλφρεντ Χίτσκοκ. Εξέδωσε είκοσι μυθιστορήματα και εφτά συλλογές διηγημάτων. Τιμήθηκε με το Grand Prix αστυνομικής λογοτεχνίας, το Edgar Allan Poe Award, το O. Henry Memorial Award και το Silver Dagger. Πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου του 1995 στο Λουγκάνο της Ελβετίας. Πολλά έργα της έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά.
Η ταλαντούχα κυρία Χάισμιθ
Της ΠΑΡΗΣ ΣΠΙΝΟΥ (spinou@enet.gr)
Η βασίλισσα του ψυχολογικού θρίλερ Πατρίτσια Χάισμιθ κρατούσε καλά κρυμμένα τα μυστικά των ηρώων της όσο και την προσωπική της ζωή.
«Πολλοί επίδοξοι συγγραφείς θαρρούν πως οι ήδη αναγνωρισμένοι συνάδελφοί τους έχουν κάποια μαγική φόρμουλα επιτυχίας. Στόχος μου είναι να ανατρέψω αυτή την ιδέα», λέει στο βιβλίο της η Πατρίτσια Χάισμιθ.Ευτυχώς δεν κράτησε την ίδια στάση για τα μυστικά της τέχνης της. Τα αποκάλυψε στο βιβλίο «Πώς να γράψετε ένα μυθιστόρημα αγωνίας (και δράσης)», που εκδόθηκε δώδεκα χρόνια πριν από τον θάνατό της, ενώ στα ελληνικά μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πατάκη» σε μετάφραση Αγγελικής Βασιλάκου.Πώς πλάθονται οι ήρωες; Τι είναι η πλοκή; Πώς δημιουργείται η προσδοκία στον αναγνώστη; Τι είναι η κορύφωση; Η αμερικανίδα συγγραφέας που με μοναδικό τρόπο συνδύασε την ποιότητα με την εμπορικότητα αναλύει με παραδείγματα τις μεθόδους της δουλειάς της και τα ζωτικά στοιχεία του σασπένς στη μυθοπλασία, βασιζόμενη στην εμπειρία, τα αδιέξοδα, τις επιτυχίες αλλά και τις αποτυχίες. *Το βιβλίο είναι ένα εγχειρίδιο για νέους, επίδοξους συγγραφείς, απευθύνεται όμως και στους αναγνώστες που θέλουν να γνωρίσουν καλύτερα τον γοητευτικά παράδοξο κόσμο της Χάισμιθ. Παρ' ότι η ίδια ξεκαθαρίζει εξαρχής: «Αδυνατώ να εξηγήσω πώς γράφεται ένα πετυχημένο -δηλαδή διαβαστερό- βιβλίο. Αυτό όμως κάνει και το γράψιμο μια τόσο έντονη και συναρπαστική ασχολία, το μόνιμα ανοιχτό ενδεχόμενο της αποτυχίας (...) Πολλοί επίδοξοι συγγραφείς θαρρούν πως οι ήδη αναγνωρισμένοι συνάδελφοί τους έχουν κάποια μαγική φόρμουλα επιτυχίας. Στόχος του βιβλίου είναι να ανατρέψει αυτή την ιδέα: Δεν υπάρχει μυστικό επιτυχίας στο γράψιμο, εκτός του χαρακτήρα, ή αλλιώς της προσωπικότητας. Κι επειδή κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, εναπόκειται αποκλειστικά στον ίδιο να εκφράσει τη διαφορετικότητά του, αυτό που εγώ αποκαλώ "διεύρυνση πνεύματος"».*Η Χάισμιθ υπερασπίζεται το είδος που υπηρέτησε πιστά: «Αν μια ιστορία είναι καλή και διασκεδαστική, μπορεί να την απολαύσει οποιοσδήποτε -τόσο ο διανοούμενος όσο και ο λάτρης του μυστηρίου και της αγωνίας». Οι συμβουλές της ξεκινούν από τα καθημερινά συμβάντα που δίνουν τον σπινθήρα της αφήγησης: «Ενα παιδί που γλιστράει στο πεζοδρόμιο και χύνει το χωνάκι παγωτό του. Ενας αξιοσέβαστος κύριος στο μανάβικο που βάζει στην τσέπη του κρυφά, σχεδόν ψυχαναγκαστικά, ένα παραγινωμένο αχλάδι. Ή μια σύντομη σκηνή δράσης που μας έρχεται στο μυαλό απ' το πουθενά». Για παράδειγμα, το αρχικό έναυσμα για την πλοκή στο "Ξένοι στο τρένο" ήταν: «Δυο άντρες ανταλλάσσουν φόνους εξασφαλίζοντας το τέλειο άλλοθι». *Αναφέρεται σε παράξενα περιστατικά και σε συμπτώσεις που την κέντρισαν να γράψει «μερικές καλές ιστορίες ή βιβλία». Ετσι, ένα ταξίδι στην Ελλάδα ήταν αφορμή για να δημιουργήσει την κατάλληλη ατμόσφαιρα στο μυθιστόρημα «Δυο πρόσωπα του Ιανουαρίου»: «Θυμόμουν το παλιό ξενοδοχείο όπου έμεινα στην Αθήνα, που μύριζε κλεισούρα, το σέρβις δεν ήταν καλό, τα χαλιά φθαρμένα, και που στους διαδρόμους του άκουγες καθημερινά δεκάδες διαφορετικές γλώσσες, και ήθελα να το βάλω στο βιβλίο μου» αναφέρει. Σε αυτό το ταξίδι την «έγδυσε» στα χαρτιά ένας μεσόκοπος άντρας και το αριστοκρατικό αλλά κουρασμένο πρόσωπό του έγινε το πρόσωπο του μυθιστορηματικού απατεώνα της Τσέστερ ΜακΦάρλαντ.*Η ίδια επιμένει στη χρήση των προσωπικών βιωμάτων στις ιστορίες αγωνίας και μάλιστα συστήνει στους ενδιαφερόμενους να έχουν πάντα μαζί τους ένα σημειωματάριο:«Τα καλά διηγήματα απορρέουν κυρίως απ' το συναίσθημα του συγγραφέα και συχνά το θέμα τους θα το εξέφραζε το ίδιο καλά και ένα ποίημα(...) Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα βιώματα είναι μια προσωπική σχολή γραφής, έναντι της σχολής των τεχνασμάτων. Πιστεύω ότι τα διάφορα τερτίπια, οι συνταγές δηλαδή, προξενούν λειψή ευχαρίστηση, και ένας συγγραφέας δεν πρέπει να περιμένει ότι οι νοήμονες αναγνώστες του θα διασκεδάσουν μ' αυτά». *Ιση σημασία πρέπει ο συγγραφέας να δίνει στους χαρακτήρες: «τι φοράνε και πώς μιλάνε, να μάθει ακόμα και τα παιδικά τους χρόνια, αν και δεν χρειάζεται πάντα να κάνει λόγο γι' αυτά στο βιβλίο» όσο και στο «πύκνωμα» της πλοκής. Ομως, το κύριο μελήμά της ήταν πώς να κάνει συμπαθητικό τον παραβατικό ηρωά της, όπως τον θαυμαστό κύριο Ρίπλεϊ: «Το μόνο που μπορώ να προτείνω είναι να δίνει κανείς στον δολοφόνο-ήρωά του όσα ευχάριστα χαρακτηριστικά μπορεί -γενναιοδωρία, καλοσύνη προς ορισμένους ανθρώπους, αγάπη για τη ζωγραφική, τη μουσική ή η μαγειρική για παράδειγμα. Αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούν επίσης να είναι διασκεδαστικά, σε αντίθεση με τα εγκληματικά και φονικά ένστικτά του». *Οσο γι' αυτούς που θεωρούν τα θρίλερ αποτρόπαια, τους παραπέμπει -με το γνωστό της μαύρο χιούμορ- στις συνταγές μαγειρικής «για να δουν τι συμβαίνει στους φτερωτούς ή οστρακοφόρους φίλους τους». Γιατί «μια νοικοκυρά πρέπει να κάνει την καρδιά της πέτρα για να μπορέσει να διαβάσει αυτές τις συνταγές, πόσω μάλλον για να τις κάνει πράξη. Για να σκοτώσεις μια χελώνα πρέπει να τη βράσεις ζωντανή. Η λέξη "σκοτώσεις" δεν αναφέρεται, δεν χρειάζεται -άλλωστε ποιος μένει ζωντανός σε νερό που κοχλάζει...»!
Η Πατρίτσια Χάισμιθ γεννήθηκε το 1921 στο Τέξας. Μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη. Αφού σπούδασε στο κολέγιο Μπάρναρντ αγγλικά, λατινικά και ελληνικά, ταξίδεψε στην Ευρώπη, όπου πέρασε και το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής της. Το πρώτο της βιβλίο Ξένοι στο τρένο εκδόθηκε το 1950 και σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Το βιβλίο μεταφέρθηκε στο σινεμά από τον Άλφρεντ Χίτσκοκ. Εξέδωσε είκοσι μυθιστορήματα και εφτά συλλογές διηγημάτων. Τιμήθηκε με το Grand Prix αστυνομικής λογοτεχνίας, το Edgar Allan Poe Award, το O. Henry Memorial Award και το Silver Dagger. Πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου του 1995 στο Λουγκάνο της Ελβετίας. Πολλά έργα της έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά.
Η ταλαντούχα κυρία Χάισμιθ
Της ΠΑΡΗΣ ΣΠΙΝΟΥ (spinou@enet.gr)
Η βασίλισσα του ψυχολογικού θρίλερ Πατρίτσια Χάισμιθ κρατούσε καλά κρυμμένα τα μυστικά των ηρώων της όσο και την προσωπική της ζωή.
«Πολλοί επίδοξοι συγγραφείς θαρρούν πως οι ήδη αναγνωρισμένοι συνάδελφοί τους έχουν κάποια μαγική φόρμουλα επιτυχίας. Στόχος μου είναι να ανατρέψω αυτή την ιδέα», λέει στο βιβλίο της η Πατρίτσια Χάισμιθ.Ευτυχώς δεν κράτησε την ίδια στάση για τα μυστικά της τέχνης της. Τα αποκάλυψε στο βιβλίο «Πώς να γράψετε ένα μυθιστόρημα αγωνίας (και δράσης)», που εκδόθηκε δώδεκα χρόνια πριν από τον θάνατό της, ενώ στα ελληνικά μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πατάκη» σε μετάφραση Αγγελικής Βασιλάκου.Πώς πλάθονται οι ήρωες; Τι είναι η πλοκή; Πώς δημιουργείται η προσδοκία στον αναγνώστη; Τι είναι η κορύφωση; Η αμερικανίδα συγγραφέας που με μοναδικό τρόπο συνδύασε την ποιότητα με την εμπορικότητα αναλύει με παραδείγματα τις μεθόδους της δουλειάς της και τα ζωτικά στοιχεία του σασπένς στη μυθοπλασία, βασιζόμενη στην εμπειρία, τα αδιέξοδα, τις επιτυχίες αλλά και τις αποτυχίες. *Το βιβλίο είναι ένα εγχειρίδιο για νέους, επίδοξους συγγραφείς, απευθύνεται όμως και στους αναγνώστες που θέλουν να γνωρίσουν καλύτερα τον γοητευτικά παράδοξο κόσμο της Χάισμιθ. Παρ' ότι η ίδια ξεκαθαρίζει εξαρχής: «Αδυνατώ να εξηγήσω πώς γράφεται ένα πετυχημένο -δηλαδή διαβαστερό- βιβλίο. Αυτό όμως κάνει και το γράψιμο μια τόσο έντονη και συναρπαστική ασχολία, το μόνιμα ανοιχτό ενδεχόμενο της αποτυχίας (...) Πολλοί επίδοξοι συγγραφείς θαρρούν πως οι ήδη αναγνωρισμένοι συνάδελφοί τους έχουν κάποια μαγική φόρμουλα επιτυχίας. Στόχος του βιβλίου είναι να ανατρέψει αυτή την ιδέα: Δεν υπάρχει μυστικό επιτυχίας στο γράψιμο, εκτός του χαρακτήρα, ή αλλιώς της προσωπικότητας. Κι επειδή κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, εναπόκειται αποκλειστικά στον ίδιο να εκφράσει τη διαφορετικότητά του, αυτό που εγώ αποκαλώ "διεύρυνση πνεύματος"».*Η Χάισμιθ υπερασπίζεται το είδος που υπηρέτησε πιστά: «Αν μια ιστορία είναι καλή και διασκεδαστική, μπορεί να την απολαύσει οποιοσδήποτε -τόσο ο διανοούμενος όσο και ο λάτρης του μυστηρίου και της αγωνίας». Οι συμβουλές της ξεκινούν από τα καθημερινά συμβάντα που δίνουν τον σπινθήρα της αφήγησης: «Ενα παιδί που γλιστράει στο πεζοδρόμιο και χύνει το χωνάκι παγωτό του. Ενας αξιοσέβαστος κύριος στο μανάβικο που βάζει στην τσέπη του κρυφά, σχεδόν ψυχαναγκαστικά, ένα παραγινωμένο αχλάδι. Ή μια σύντομη σκηνή δράσης που μας έρχεται στο μυαλό απ' το πουθενά». Για παράδειγμα, το αρχικό έναυσμα για την πλοκή στο "Ξένοι στο τρένο" ήταν: «Δυο άντρες ανταλλάσσουν φόνους εξασφαλίζοντας το τέλειο άλλοθι». *Αναφέρεται σε παράξενα περιστατικά και σε συμπτώσεις που την κέντρισαν να γράψει «μερικές καλές ιστορίες ή βιβλία». Ετσι, ένα ταξίδι στην Ελλάδα ήταν αφορμή για να δημιουργήσει την κατάλληλη ατμόσφαιρα στο μυθιστόρημα «Δυο πρόσωπα του Ιανουαρίου»: «Θυμόμουν το παλιό ξενοδοχείο όπου έμεινα στην Αθήνα, που μύριζε κλεισούρα, το σέρβις δεν ήταν καλό, τα χαλιά φθαρμένα, και που στους διαδρόμους του άκουγες καθημερινά δεκάδες διαφορετικές γλώσσες, και ήθελα να το βάλω στο βιβλίο μου» αναφέρει. Σε αυτό το ταξίδι την «έγδυσε» στα χαρτιά ένας μεσόκοπος άντρας και το αριστοκρατικό αλλά κουρασμένο πρόσωπό του έγινε το πρόσωπο του μυθιστορηματικού απατεώνα της Τσέστερ ΜακΦάρλαντ.*Η ίδια επιμένει στη χρήση των προσωπικών βιωμάτων στις ιστορίες αγωνίας και μάλιστα συστήνει στους ενδιαφερόμενους να έχουν πάντα μαζί τους ένα σημειωματάριο:«Τα καλά διηγήματα απορρέουν κυρίως απ' το συναίσθημα του συγγραφέα και συχνά το θέμα τους θα το εξέφραζε το ίδιο καλά και ένα ποίημα(...) Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα βιώματα είναι μια προσωπική σχολή γραφής, έναντι της σχολής των τεχνασμάτων. Πιστεύω ότι τα διάφορα τερτίπια, οι συνταγές δηλαδή, προξενούν λειψή ευχαρίστηση, και ένας συγγραφέας δεν πρέπει να περιμένει ότι οι νοήμονες αναγνώστες του θα διασκεδάσουν μ' αυτά». *Ιση σημασία πρέπει ο συγγραφέας να δίνει στους χαρακτήρες: «τι φοράνε και πώς μιλάνε, να μάθει ακόμα και τα παιδικά τους χρόνια, αν και δεν χρειάζεται πάντα να κάνει λόγο γι' αυτά στο βιβλίο» όσο και στο «πύκνωμα» της πλοκής. Ομως, το κύριο μελήμά της ήταν πώς να κάνει συμπαθητικό τον παραβατικό ηρωά της, όπως τον θαυμαστό κύριο Ρίπλεϊ: «Το μόνο που μπορώ να προτείνω είναι να δίνει κανείς στον δολοφόνο-ήρωά του όσα ευχάριστα χαρακτηριστικά μπορεί -γενναιοδωρία, καλοσύνη προς ορισμένους ανθρώπους, αγάπη για τη ζωγραφική, τη μουσική ή η μαγειρική για παράδειγμα. Αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούν επίσης να είναι διασκεδαστικά, σε αντίθεση με τα εγκληματικά και φονικά ένστικτά του». *Οσο γι' αυτούς που θεωρούν τα θρίλερ αποτρόπαια, τους παραπέμπει -με το γνωστό της μαύρο χιούμορ- στις συνταγές μαγειρικής «για να δουν τι συμβαίνει στους φτερωτούς ή οστρακοφόρους φίλους τους». Γιατί «μια νοικοκυρά πρέπει να κάνει την καρδιά της πέτρα για να μπορέσει να διαβάσει αυτές τις συνταγές, πόσω μάλλον για να τις κάνει πράξη. Για να σκοτώσεις μια χελώνα πρέπει να τη βράσεις ζωντανή. Η λέξη "σκοτώσεις" δεν αναφέρεται, δεν χρειάζεται -άλλωστε ποιος μένει ζωντανός σε νερό που κοχλάζει...»!
6 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου